Πέμπτη 24 Ιουνίου 2010

Ειδικότης μας το Εγκλημα



Ειδικότης μας το έγκλημα


Σκηνοθεσία : Πασκάλ Τομά
Σενάριο : Clémence de Bieville, François Caviglioli, Pascal Thomas. Από το μυθιστόρημα της Agatha Christie.
Φωτογραφία : Renan Pollès.
Mοντάζ : Catherine Dubeau, Mélanie Mourey, Elena Manso.
Ήχος : Pierre Lenoir.
Hθοποιοί : Catherine Frot, André Dussollier, Chiara Mastroianni, Melvil Poupaud, Claude Rich, Alexandre Lafaurie, Christian Vadim, Hippolyte Girardot, Yves Afonso, Annie Cordy, Valérianne de Villeneuve.
Παραγωγός : Εric Dussart.
Παραγωγή : Les Films Français.
Χώρα παραγωγής:Γαλλία
Ετος παραγωγής : 2008
Έγχρωμο
35 mm,
109΄.
Κατάλληλο


Υπόθεση
Ο Μπελισάρ και η Προυντένς Μπέρεσφορντ περνούν ξεκούραστες μέρες στον μικρό τους πύργο που έχει θέα σε ολόκληρη τη λίμνη του Bourget. Ο Μπελισάρ νιώθει ευτυχισμένος, αλλά η δαιμόνια Προυντένς πλήττει. Ονειρεύεται να βρεθεί μια νεράιδα που θα τους εκτόξευε σε περιπέτειες διανθισμένες με πολλά μυστήρια…και πτώματα. Κι αυτή η νεράιδα εμφανίζεται μπροστά της με τη μορφή μιας βελγίδας θείας της, της Μπαμπέτ , η οποία γίνεται μάρτυρας ενός φρικτού εγκλήματος από το παράθυρο ενός τρένου. Παρ’ όλο τον σκεπτικισμό του Μπελισάρ , η Προυντένς ξεκινάει με σκοπό να αναζητήσει το πτώμα. Πετυχαίνει να προσληφθεί ως μαγείρισσα σε ένα μυστηριώδες αρχοντικό. Εκεί ζει συγκεντρωμένη μια πραγματικά παράξενη οικογένεια, η οποία αποτελείται από έναν οξύθυμο γέρο και τα τέσσερα παιδιά του, ενώ οι αυθεντικές σαρκοφάγοι που βρίσκονται μέσα στο σπίτι κρύβουν μερικές στ’ αλήθεια περίεργες εκπλήξεις…

Αποψη
Αυτή είναι η Τρίτη ταινία του Τομά που βασίζεται σε έργο της Αγκάθα Κρίστι και η δεύτερη με το ίδιο επιτελείο ηθοποιών που ενσαρκώνουν τους περιβόητους ερασιτέχνες ντετέκτιβ. Πέρα από το εγκληματολογικό μυστήριο, η ταινία έχει ένα αξεπέραστο χιούμορ, πολλές ατάκες και μια καταπληκτική περιγραφή της ζωής και των συνηθειών της αγγλικής εξοχής από ένα 100% γαλλικό επιτελείο . Το τραγούδι της αρχής κατ του τέλους είναι το διάσημο sway .


Βραβεία – Συμμετοχές
Υποψηφιότητες στα βραβεία César 2009 στις κατηγορίες καλύτερου α΄ γυναικείου ρόλου, καλύτερου διασκευασμένου σεναρίου.



Ο σκηνοθέτης και το έργο του
Πρώην δημοσιογράφος, ο Pascal Thomas γίνεται σκηνοθέτης όταν, με την προτροπή του Claude Berri, μετατρέπει το προσχέδιο ενός μυθιστορήματος σε σενάριο για την πρώτη του ταινία μικρού μήκους, Le Poème de l’élève Mikovsky (1971). Στη συνέχεια γυρίζει την πρώτη του μεγάλου μήκους δουλειά, Les Zozos (1972), στην οποία ανακαλύπτουμε έναν δημιουργό που έχει την τύχη και το προνόμιο να μπορεί να προσθέτει νότες αισιοδοξίας στη ζοφερή πραγματικότητα, κάτι που έχει ως αποτέλεσμα οι ταινίες του, κάτω από το κάλυμμα της κωμωδίας, να υπογραμμίζουν κάτι περισσότερο δραματικό. Μια και όλες οι μεγάλου μήκους ταινίες του είναι κωμωδίες ηθών, στις περισσότερες από τις οποίες παίζουν μη επαγγελματίες ηθοποιοί ή ένας συνδυασμός από σημαντικούς επαγγελματίες ηθοποιούς και από ανθρώπους του δρόμου, και καθώς οι κωμωδίες αυτές απευθύνονται στο ευρύτερο κοινό, ο Pascal Thomas κατέχει μια ξεχωριστή θέση στον γαλλικό κινηματογράφο. Τρία χρόνια μετά την επιτυχία που σημείωσε η ταινία Αγκάθα Κρίστι: Στα ίχνη του δολοφόνου, ξανασυναντούμε το ζευγάρι των εκκεντρικών ντετέκτιβ που έπλασε η Agatha Christie, την Prudence και τον Bélisaire Beresford, τους οποίους ενσαρκώνουν και πάλι η Catherine Frot και ο André Dussollier. Ανάμεσα στις δύο ταινίες, ο Pascal Thomas υπέγραψε ένα ακόμη φιλμ που εμπνεύσθηκε από το έργο της βρετανίδας συγγραφέως, την Ώρα μηδέν.
Επιλεγμένη φιλμογραφία
2008 - Le crime est notre affaire (Ειδικότης μας το έγκλημα )
2007 - L'Heure zero ( Ωρα Μηδέν)
2006 - Le grand Appartement
2005 - Mon petit doigt m’a dit (Στα ίχνη του δολοφόνου)
2001 - Mercredi, folle journée !
1978 - Confidences pour confidences





Το τελευταίο ταγκό στο Παρίσι

Το τελευταίο ταγκό στο Παρίσι
(Le dernier Tango à Paris)

Σκηνοθεσία : Bernardo Bertolucci
Σενάριο : Bernardo Bertolucci ,Franco Arcalli ,Agnès Varda
Φωτογραφία : Vittorio Storaro
Μουσική: Gato Barbieri
Hθοποιοί : Marlon Brando Maria Schneider
Χώρα παραγωγής: Ιταλία & Γαλλία
Ετος παραγωγής : 1972
Έγχρωμο
35 mm,
127΄.
Ακατάλληλο

Στους κινηματογράφους 19 Αυγούστου 2010

Υπόθεση:
Ένας μεσήλικας προσπαθεί να ξεπεράσει το θάνατο της γυναίκας του, δημιουργώντας μια σχέση καθαρά σαρκική με μια άγνωστη νεαρή, σε ένα άδειο διαμέρισμα στο κέντρο του Παρισιού. Μια σπουδαία καταγραφή της απώλειας και της ανθρώπινης δύναμης της αυτοσυντήρησης και ταυτόχρονα μια καταβύθιση στον ανομολόγητο κόσμο του αρσενικού ψυχισμού και της επιθυμίας. Ρεσιτάλ ηθοποιίας του Μάρλον Μπράντο και πρώτη κινηματογραφική εμφάνιση της Μαρίας Σνάιντερ.

Άποψη:
Η ταινία δημιούργησε σκάνδαλο για κάποιες τολμηρές σκηνές της στην εποχή της, δε παύει όμως παρά τα 38 χρόνια που πέρασαν να αποτελεί μια σημαντική καταγραφή αυτού που υποστηρίζει η συστημική ψυχιατρική ως social construction (κοινωνική κατασκευή) και την εξωτερίκευση του θυμού μας για την απώλεια, μέσα από τη σεξουαλική μας απελευθέρωση, για την ικανοποίηση της επιθυμίας. Ένας ειλικρινής ύμνος ενάντια στην ψευδεπίγραφη μονογαμία και η πρώτη καθαρά τολμηρή κινηματογραφική καταγραφή με αναμφισβήτητα διανοουμενίστικο τρόπο.
Ο Κώστας Τερζής γράφει στην ΑΥΓΗ :

Στις αρχές της δεκαετίας του '70 η καριέρα του Μάρλον Μπράντο, του σημαντικότερου ηθοποιού του εικοστού αιώνα, βρισκόταν κοντά στο ναδίρ. Ήταν τότε που η συνάντησή του, σχεδόν ταυτόχρονα, με δύο σπουδαίους σκηνοθέτες, θα τον ξαναφέρει στο παγκόσμιο προσκήνιο: Ο νεαρός Φράνσις Φορντ Κόπολα στις ΗΠΑ αναζητούσε πρωταγωνιστή για τον φιλόδοξο «Νονό» του, και ένας μάλλον άγνωστος στο διεθνές κοινό Ιταλός σκηνοθέτης ονόματι Μπερνάρντο Μπερτολούτσι αποτόλμησε να πλησιάσει τον Μπράντο προτείνοντάς του έναν ριψοκίνδυνο ρόλο για την επόμενη ταινία του: Στις 14 Οκτωβρίου του 1972, η ταινία του Μπερτολούτσι, «Το τελευταίο τανγκό στο Παρίσι" (Ultimo tango a Parigi) πρωτοπαρουσιάζεται στο Φεστιβάλ της Νέας Υόρκης.
Ασυνήθιστη επιλογή: ο τυπικά Ευρωπαίος Μπερτολούτσι θεώρησε μάλλον ότι ο «Νέος Κόσμος» θα δείξει μεγαλύτερη κατανόηση στο τόλμημά του, και όντως απέσπασε διθυραμβικές κριτικές, με την ηγερία της αμερικανικής κινηματογραφικής κριτικής Pauline Kael να γράφει έναν πραγματικό ύμνο στο περιοδικό «New Yorker», μιλώντας για «ιστορική στιγμή» για τον παγκόσμιο κινηματογράφο: «Πρέπει να είναι η πιο δυναμικά ερωτική ταινία που έγινε ποτέ, κι ίσως αποδειχθεί η πιο απελευθερωτική ταινία του κινηματογράφου».
Δεν νομίζω ότι ο χρόνος δικαίωσε αυτές τις εκτιμήσεις, αλλά οι παλαιότεροι θυμούνται ακόμη τον σάλο που προκάλεσε η ταινία εκείνη την εποχή (στην Ελλάδα της χούντας προβλήθηκε μια αγρίως λογοκριμένη βερσιόν και κάποιοι είχαν ταξιδέψει στο εξωτερικό μόνο και μόνο για να δουν την «αυθεντική» κόπια). Πράγματι, η ταινία, που ξεκίνησε την εμπορική καριέρα της από το Παρίσι, θα σαρώσει τα ταμεία σε όλο τον κόσμο, δημιουργώντας ένα απίστευτο σκάνδαλο λόγω των τολμηρών ερωτικών σκηνών, που είναι το περιτύλιγμα ενός σπαραχτικού πυρήνα υπαρξιακού αδιεξόδου. «Το τελευταίο τανγκό στο Παρίσι» αφηγείται την οριακή, «στην κόψη του ξυραφιού», σχέση ενός 45άρη Αμερικανού με μια νεαρή Γαλλίδα, μέσα από μια διαδρομή αυτοκαταστροφής -σχόλιο για τη σκοτεινή πλευρά του ερωτισμού, που αγγίζει και ξεπερνά τα όρια του σαδομαζοχισμού και της συντριπτικής εξουθένωσης...
Όταν ο Μάρλον Μπράντο ρωτήθηκε, σε μια συνέντευξή του το 1979 στο περιοδικό «Playboy», ποιο κατά τη γνώμη του ήταν το «θέμα» στο «Τελευταίο τανγκό», απάντησε με το γνωστό ύφος του, που δεν επέτρεπε δεύτερη κουβέντα: «Η ψυχανάλυση του Μπερτολούτσι». Βέβαια, ο Μπερτολούτσι είχε φροντίσει προκαταβολικά να επιβεβαιώσει την άποψη του Μπράντο, καθώς είχε συμπεριλάβει το όνομα του ψυχαναλυτή του στους τίτλους του τέλους! Για ποιο λόγο; «Επειδή με έσπρωξε να πάω παραπέρα... Βρήκα έναν τρόπο να μιλήσω για τις εμμονές μου χωρίς να κοκκινίζω. Και συνειδητοποίησα ότι υπάρχει μια έντονα ρομαντική πτυχή σε αυτή την ιστορία, που κρυβόταν πίσω από τις πιο προκλητικές στιγμές της ταινίας. Το πιο ρομαντικό είναι ότι ένας άντρας και μια γυναίκα προσπαθούν να επικοινωνήσουν, χωρίς συγκεκριμένη ταυτότητα, χωρίς διεύθυνση, απλώς μέσω των κορμιών τους».
Η εποχή εκείνη ωστόσο δεν ήταν εντελώς «έτοιμη» για να δεχθεί την ταινία. Ξεσηκώθηκε ένας ορυμαγδός καταγγελιών, κατασχέσεων, απαγορεύσεων και ο ίδιος ο Μπερτολούτσι θα χάσει τα πολιτικά του δικαιώματα για πέντε χρόνια! Αλλά σίγουρα ήταν η εποχή της αναζήτησης του «Άλλου». Ο τριαντάχρονος τότε Μπερνάντο Μπερτολούτσι ήταν μάλλον ένα βήμα μπροστά από την εποχή του. Είχε περάσει ήδη από την επιρροή του Παζολίνι στη «γκονταρική» αναζήτηση στα τέλη της δεκαετίας του '60 και δεν σταμάτησε ούτε εκεί. Και φυσικά το πολιτικό πρόταγμα ήταν κυρίαρχο. Πολλά χρόνια αργότερα θα σχολιάσει με πικρία: «Πιστεύαμε ότι θα καταφέρναμε να βάλουμε τέλος στη ζούγκλα των κοινωνικών ανισοτήτων και στην αυταρχικότητα. Κι όταν η περίοδος αυτή τελείωσε το '78 με τον θάνατο του Άλντο Μόρο, για μένα τέλειωσε και το όνειρο».
Αλλά ας ξαναγυρίσουμε στο «Τελευταίο τανγκό στο Παρίσι», που η ιστορία του διαδραματίζεται τυπικά σε δυο-τρεις μέρες, όμως ο θεατής έχει την αίσθηση της βασανιστικής διάρκειας του χρόνου... «Τα χρώματα σε αυτή την ταινία», γράφει η Pauline Kael στο περίφημο άρθρο της στο «New Yorker», «θυμίζουν τις τελευταίες ώρες του απογεύματος: πορτοκαλί, μπεζ, καφετί και ρόδινο -το ρόδινο της σάρκας που έχει αποστραγγιστεί από το αίμα, το ρόδινο του πτώματος. Είναι τόσο απαλά διαμορφωμένα από τον Βιτόριο Στοράρο, ώστε ρομαντισμός και αποσύνθεση γίνονται ένα. Η λυρική υπερβολή της μουσικής του Γκάτο Μπαρμπιέρι επιτείνει αυτή την εντύπωση. Εξω από το διαμέρισμα, τα γκρίζα κτίρια και ο θόρυβος είναι σαφώς το σύγχρονο Παρίσι, κι ωστόσο η πόλη μοιάζει βουβή...».
Κανείς από τους πρωταγωνιστές δεν βγήκε αλώβητος από την εμπειρία της ταινίας, που αποδείχθηκε εξαιρετικά τραυματική. Η άγνωστη τότε Μαρία Σνάιντερ που έπαιζε δίπλα στον διάσημο Μπράντο, θα πει αργότερα πως υπέφερε κατά τη διάρκεια των γυρισμάτων και αισθανόταν ότι τη "χειρίζονται" ο συμπρωταγωνιστής της μαζί με τον σκηνοθέτη. Δεν ξαναγύρισε άλλη ερωτική σκηνή σε ταινία από τότε. Η απρόσωπη σεξουαλική σχέση σ' ένα άδειο παριζιάνικο διαμέρισμα, με τον ήρωα να θρηνεί τον θάνατο της γυναίκας του, ήταν το «όχημα» για τον Μάρλον Μπράντο προκειμένου να μιλήσει για την αβάσταχτη μοναξιά και την ερήμωση της ψυχής, καθώς πολλοί από τους μονολόγους του, ιδιαίτερα εκεί όπου μιλά για την εγκατάλειψή του στα παιδικά του χρόνια, στηρίζονται σε προσωπικές του εμπειρίες και βγήκαν μέσα από αυτοσχεδιασμό. «Όταν τέλειωσε, αποφάσισα ότι ποτέ ξανά δεν θα κατέστρεφα τον εαυτό μου συναισθηματικά για να φτιάξω μια ταινία», θα πει ο Μπράντο στην αυτοβιογραφία του. Και όντως, στα επόμενα χρόνια και μέχρι το τέλος της ζωής του θα δουλεύει μόνο με μεγάλη αμοιβή για μικρούς ρόλους, χωρίς να ενδιαφέρεται ουσιαστικά για τις ταινίες που γυρίζει...

Μπονυ και Κλάιντ

Μπόνυ και Κλάιντ
(Bonnie & Clyde)



Σκηνοθεσία : Arthur Penn
Σενάριο : David Newman , Robert Benton και Robert Towne
Φωτογραφία : Burnett Guffey
Μουσική: Charles Strouse
Hθοποιοί : Warren Beatty,Faye Dunaway, Michael J. Pollard, Gene Hackman,Estelle Parsons,Denver Pyle , Dub Taylor,Evans Evans, Gene Wilder (σε πρώτη κινηματογραφική εμφάνιση)
Χώρα παραγωγής: ΗΠΑ
Ετος παραγωγής : 1967
Έγχρωμο
35 mm,
112΄.
Κατάλληλο από 13


Υπόθεση :
Η ιστορία του πιο θρυλικού δίδυμου ληστών στη δεκαετία του 30 κι ενός μεγάλου έρωτα δυο νέων ανθρώπων. Αντισυμβατικοί, κυνικοί, έζησαν επικίνδυνα ξεπερνώντας την μικροαστική καταγωγή τους. Αψήφησαν τους νόμους . Εξευτέλισαν τις διωκτικές αρχές και παραμένουν σύμβολο αντίστασης μέχρι τις μέρες μας. Αυτή είναι η ζωή τους από την πρώτη ληστεία μέχρι τον θάνατό τους.

Άποψη:
Το κλασικό αριστούργημα του Αρθουρ Πεν και μια από τις 100 καλύτερες ταινίες του Παγκόσμιου Κινηματογράφου, αποτελεί αφενός μια καταγραφή της ιστορίας των θρυλικών Μπόνι Πάρκερ και Κλάιντ Μπάροου, χρησιμοποιώντας τους φυσικούς χώρους που έδρασαν η Μπόνι και ο Κλάιντ είτε είχαν ληστέψει είτε χρησιμοποιούσαν ως κρυψώνες, η ταινία με αφορμή τη μυθολογική διάσταση των δυο ληστών είναι ταυτόχρονα ένα έμμεσο σχόλιο στο πνεύμα της δεκαετίας του '60 και του αμερικάνικου φοιτητικού κινήματος και στην απρόσμενη απήχηση που είχε η ζωή τους στη φαντασία των νεότερων γενεών ενσαρκώνοντας το όνειρο του σκληρού κοινωνικού επαναστάτη.


Η Iστορία πίσω από την ταινία :
Ο Clyde Champion Barrow και η σύντροφός του, Bonnie Parker, πυροβολήθηκα μέχρι θανάτου από αξιωματικούς σε ενέδρα κοντά στο Sailes, Bienville Parish, της Louisiana, στις 23 Μαϊου 1934, μετά από ένα από τα πιο θεαματικά ανθρωποκυνηγητά που είχε δει μέχρι τότε η Αμερική.
Ο Barrow ήταν ύποπτος για πολλές δολοφονίες και καταζητούμενος για φόνους, ληστείες και απαγωγές.
Το FBI άρχισε να ενδιαφέρεται για τον Clyde και την ερωμένη του Bonnie του το Δεκέμβριο του 1932, μετά από αδιάσειστα αποδεικτικά στοιχεία. Ένα αυτοκίνητο Ford, που είχε κλαπεί στο Pawhuska της Οκλαχόμα, βρέθηκε εγκαταλελειμμένο κοντά στο Jackson, του Michigan το Σεπτέμβριο του ίδιου έτους. Στο Pawhuska, βρέθηκε εγκαταλελειμμένο κι άλλο αυτοκίνητο της Ford που είχε κλαπεί στο Ιλλινόις. Η έρευνα αυτού του αυτοκίνητου έδειξε ότι είχε κλαπεί από έναν άνδρα και μια γυναίκα, όπως αποδείχτηκε από αντικείμενα που βρέθηκαν μέσα. Βρέθηκε ένα συνταγογραφημένο μπουκάλι, που οδήγησε τους ειδικούς πράκτορες σε μια φαρμακαποθήκη στο Nacogdoches του Τέξας. Εκεί αποκαλύφθηκε ότι είχε αγοραστεί για την θεία του Clyde Barrow.
Η περαιτέρω έρευνα αποκάλυψε ότι τη γυναίκα που έλαβε τη συνταγή είχαν επισκεφθεί πρόσφατα οι Clyde Barrow, Bonnie Parker, και ο αδελφός του Clyde, LC Barrow. Επίσης αποκαλύφθηκε ότι οι τρεις αυτοί οδηγούσαν ένα αυτοκίνητο Ford, που αναγνωρίστηκε ως το κλεμμένο στο Ιλλινόις.
Στις 20 Μαΐου 1933, ο Επίτροπος των ΗΠΑ στο Ντάλλας του Τέξας, εξέδωσε ένταλμα εναντίον των Clyde Barrow και Bonnie Parker, και ζήτησε διακρατική μεταφορά από το Ντάλας στην Οκλαχόμα, για το αυτοκίνητο που είχε κλαπεί στο Ιλλινόις. Το FBI ξεκίνησε τότε το κυνήγι του για αυτό το ζευγάρι.
Οι Μπόνι και Κλάιντ συναντήθηκαν στο Τέξας, τον Ιανουάριο, 1930. Εκείνη την εποχή, η Bonnie ήταν 19 ετών και παντρεμένη με ένα φυλακισμένο δολοφόνο. Ο Clyde ήταν 21 και άγαμος. Λίγο μετά, συνελήφθη για κλοπή και κλείστηκε στη φυλακή. Δραπέτευσε, χρησιμοποιώντας ένα πυροβόλο όπλο που του πέρασε λαθραία η Bonnie στη φυλακή, τον συνέλαβαν ξανά όμως και στάλθηκε πίσω στη φυλακή. Ο Clyde βγήκε από τη φυλακή το Φεβρουάριο του 1932, συναντήθηκε με την Bonnie, και ξεκίνησαν μια περιπετειώδη και παράνομη ζωή.
Εκτός από την κατηγορία της κλοπής αυτοκινήτων, οι Μπόνι και Κλάιντ ήταν ύποπτοι και για άλλα εγκλήματα. Κατά τη στιγμή της σφαγής το 1934, πιστεύεται ότι είχαν διαπράξει 13 δολοφονίες και αρκετές ληστείες και διαρρήξεις. Ο Barrow, για παράδειγμα, ήταν ύποπτος για τη δολοφονία δύο αστυνομικών στο Μισσούρι, και την απαγωγή ενός άντρα και μιας γυναίκας στην αγροτική Λουιζιάνα. Στη συνέχεια, τους άφησε ελεύθερους κοντά στο Waldo του Τέξας. Πολυάριθμες ενδείξεις συνέδεαν το ζευγάρι με ληστείες τραπεζών και κλοπές αυτοκινήτων. Ο Clyde φέρεται ότι δολοφόνησε ένα άντρας στο Hillsboro του Τέξας. Διέπραξε ληστείες στο Λούφκιν και το Ντάλας του Τέξας. Δολοφόνησε ένα σερίφη και τραυμάτισε έναν άλλο στο Stringtown της Οκλαχόμα. Απήγαγε έναν αστυνομικό στο Carlsbad, στο Νέο Μεξικό. Έκλεψε ένα αυτοκίνητο σε Βικτώρια, Τέξας. Προσπάθησε να δολοφονήσει κάποιον άλλο αστυνομικό στο Wharton του Τέξας. Διέπραξε φόνο και ληστεία στο Abilene και στο Sherman του Τέξας. Φόνο στο Ντάλας του Τέξας. Απήγαγε ένα σερίφη και τον αρχηγό της αστυνομίας στο Wellington του Τέξας και διέπραξε φόνο στο Joplin και το Columbia του Μισσούρι.
Αργότερα το 1932, οι Bonnie και Clyde άρχισαν να ταξιδεύουν με τον Raymond Χάμιλτον, ένα νεαρό ληστή. Ο Hamilton τους άφησε αρκετούς μήνες αργότερα, και αντικαταστάθηκε από τον William Daniel Jones το Νοέμβριο του 1932.
Ο Ivan M. "Buck" Barrow, αδελφός του Clyde, βγήκε από τις φυλακές του Τέξας στις 23 Μαρτίου 1933, μετά από γενική αμνηστία από τον κυβερνήτη. Αμέσως συναντήθηκε με τον Clyde, φέρνοντας τη σύζυγό του, Blanche, οπότε η ομάδα έγινε πενταμελής. Αυτή η συμμορία προχώρησε σε μια σειρά από τολμηρές ληστείες που έγιναν πρωτοσέλιδα σε όλη τη χώρα. Διέφυγαν τη σύλληψη σε διάφορες συναντήσεις με την αστυνομία. Κατά τη διάρκεια ανταλλαγής πυροβολισμών με την αστυνομία στην Αϊόβα στις 29 Ιουλίου 1933, ο Buck Barrow τραυματίστηκε θανάσιμα και η Blanche συνελήφθη. Ο Jones, ο οποίος συχνά συγχέεται με τον "Pretty Boy" Floyd, συνελήφθη το Νοέμβριο του 1933, στο Χιούστον του Τέξας. Οι Μπόνι και Κλάιντ συνέχισαν μόνοι τους.
Στις 22 Νοεμβρίου 1933, στο Ντάλας του Τέξας, ο σερίφης και οι αναπληρωτές του, έστησαν παγίδα σε μια προσπάθεια να συλλάβουν τους Bonnie και Clyde, αλλά το ζευγάρι δραπέτευσε. Έκλεψαν από ένα δικηγόρο το αυτοκίνητό του και στη συνέχεια το παράτησαν στο Μαϊάμι, Οκλαχόμα. Στις 21 Δεκέμβρη 1933, οι Bonnie και Clyde λήστεψαν ένα πολίτη στο Shreveport της Λουιζιάνα.
Στις 16 του Γενάρη 1934, πέντε κρατούμενοι, περιλαμβανομένου του περιβόητου Raymond Hamilton (ο οποίος εξέτιε την ποινή του που ήταν συνολικά άνω των 200 ετών), δραπέτευσαν με τη βοήθεια του Clyde Barrow και της Bonnie Parker. Δύο φρουροί πυροβολήθηκαν κατά τη διαφυγή των κρατουμένων με αυτόματα πιστόλια, που είχε προηγουμένως κρύψει σε ένα χαντάκι ο Barrow. Καθώς οι κρατούμενοι έτρεχαν, ο Barrow κάλυπτε την υποχώρηση τους με ριπές των πυροβόλων. Μεταξύ των δραπετών ήταν και ο Henry Methvin της Λουιζιάνας.
Την 1η Απριλίου του 1934, οι Bonnie και Clyde συνάντησαν δύο νέους αξιωματικούς στον αυτοκινητόδρομο κοντά στο Γκρέιπβάιν του Τέξας. Πριν προλάβουν να αντιδράσουν, οι αξιωματικοί πυροβολήθηκαν. Στις 6 Απρίλη 1934, ένας αστυφύλακας στο Μαϊάμι, έπεσε θανάσιμα τραυματισμένος από τους Μπόνι και Κλάιντ, και ο αρχηγός της αστυνομίας απήχθη τραυματισμένος.
Το FBI και το ειδικό γραφείο ερευνών προχώρησε σε δραστικά μέτρα: Ανακοινώσεις, δακτυλικά αποτυπώματα, φωτογραφίες, περιγραφή, ποινικό μητρώο, καθώς και άλλα δεδομένα διανεμήθηκαν σε όλους τους αξιωματικούς. Το Γραφείο ακολούθησε τη διαδρομή τους μέσα από πολλές πολιτείες και σε διάφορα στέκια της συμμορίας Barrow, ιδιαίτερα στη Λουιζιάνα.
Στις 13 Απριλίου του 1934, ένας πράκτορας του FBI, από την έρευνα στην περιοχή της Ruston, Λουιζιάνα, πληροφορήθηκε ότι οι Μπόνι και Κλάιντ βρίσκονταν σε ένα απομακρυσμένο νοτιοδυτικό τμήμα της εν λόγω κοινότητας, στο σπίτι του Methvins. Ειδικοί πράκτορες στο Τέξας είχαν ήδη μάθει ότι ο Clyde και η σύντροφός του είχαν ταξιδέψει από το Τέξας για τη Λουιζιάνα, μερικές φορές συνοδευόμενοι από τον Henry Methvin.
Το FBI και οι τοπικές αρχές επιβολής του νόμου στη Λουιζιάνα και Τέξας επικεντρώθηκαν στην σύλληψή τους. Είχαν μάθει ότι οι Bonnie και Clyde, με μέλη της οικογένειας των Methvins, θα έκαναν πάρτυ στην Black Lake της Λουιζιάνα, τη νύχτα της 21 του Μάη 1934, και επρόκειτο να επιστρέψουν πίσω δύο ημέρες αργότερα.
Πριν την αυγή στις 23 Μαΐου 1934, ένα σώμα αστυνομικών από τη Λουιζιάνα και το Τέξας, κρύφτηκαν σε θάμνους κατά μήκος της εθνικής οδού κοντά στο Sailes, Λουιζιάνα. Με το πρώτο φως της ημέρας, οι Bonnie και Clyde εμφανίστηκαν με ένα αυτοκίνητο και όταν προσπάθησαν να ξεφύγουν, οι αξιωματικοί άνοιξαν πυρ. Οι Μπόνι και Κλάιντ σκοτώθηκαν ακαριαία.



Διακρίσεις :
Κέρδισε 2 βραβεία Oscar (Best Supporting Actress με την Estelle Parsons στον ρόλο της Blanche Barrow και Best Cinematography) ενώ η συλλογή από συνολικά βραβεία και διακρίσεις περιέχει περισσότερες από 15 νίκες και άλλες 22 υποψηφιότητες.
Το 1998 κατέλαβε την 27η θέση στις καλύτερες ταινίες όλων των εποχών που έγινε σε ψηφοφορία από την American Film Institute .
Tο 2008 ψηφίστηκε ως η 5η καλύτερη ταινία γκαγκστερικού περιεχομένου.




Τραγουδώντας στη βροχή

Τραγουδώντας στη βροχή
(Singin' in the Rain)


Σκηνοθεσία : Stanley Donen και Gene Kelly
Σενάριο : Adolph Green και Betty Comden
Φωτογραφία : Harold Rosson
Μουσική: Lennie Hayton
Hθοποιοί : Gene Kelly, Donald O'Connor, Debbie Reynolds, Cyd Charisse ,
Rita Moreno, Jean Hagen ,Millard Mitchell ,Douglas Fowley
Χώρα παραγωγής: ΗΠΑ
Έτος παραγωγής : 1952
Έγχρωμο
35 mm,
103΄.
Κατάλληλο


Υπόθεση :
Πρωταγωνιστικό ζευγάρι του βωβού κινηματογράφου καλείται να περάσει με επιτυχία στον ομιλούντα. Πρώτος και καλύτερος ο μεγάλος σταρ Ντον Λόκγουντ ( Τζιν Κέλι, ), ο οποίος μετατρέπει την τελευταία του βουβή ταινία σε ομιλούσα με μεγάλη επιτυχία εν αντιθέσει με τη συμπρωταγωνίστριά του Λίνα Λαμόντ (Τζιν Χάγκεν ), η οποία έχει απαίσια φωνή και χρειάζεται ντουμπλάρισμα. Αυτόν τον ρόλο αναλαμβάνει η καλλίφωνη Κάθι Σέλντεν, την οποία ερμήνευσε στο πλευρό του Τζιν Κέλι η 19χρονη τότε Ντέμπι Ρέινολντς. Η Κάθι, και στο σινεμά, και στη σκηνή, ανατρέπει τη συναισθηματική ισορροπία των πρωταγωνιστών, κοινώς κάνει τη Λίνα να καταλάβει ότι δεν είναι ερωτευμένη με τον Ντον, και τον Ντον να καταλάβει ότι είναι ερωτευμένος με την Κάθι.
Το «Τραγουδώντας στη βροχή» αποτελεί μια σπουδή πάνω στην αλλαγή που φέρνει η τεχνολογία στη ζωή. Κι αυτή η προβληματική ξετυλίγεται μέσα από μια υπέροχη ιστορία, που υμνεί τη χαρά, την παιδικότητα που έχει χιούμορ, αυτοσαρκασμό κι έναν δυνατό μύθο. Που έχει επίσης χαριτωμένες εκτός σκηνής ιστορίες, όπως ότι ο Τζιν Κέλι βρεχόταν την ώρα που τραγουδούσε το «Singin' in the rain» όχι μόνο με νερό αλλά και με γάλα, για να γράφει καλύτερα η βροχή στην κάμερα.

Tips:
Ο Κέλι ήταν σαράντα ετών όταν χόρεψε μέσα στη βροχή το «Singin' in the rain» για την ομώνυμη ταινία του Στάνλεϊ Ντόνεν. Δεν μπορούσε να φανταστεί ότι αυτή του η εικόνα θα γινόταν κομμάτι της παγκόσμιας ιστορίας του σινεμά. Το μόνο που ήξερε ήταν ότι είχε προβάρει κιόλας τη σκηνή αμέτρητες φορές και τώρα είχε σαράντα πυρετό. Πάντα έλεγε εξάλλου ότι ήταν καλύτερος όχι στο «Τρία κορίτσια και τρεις ναύτες», την πρώτη κοινή σκηνοθετική δουλειά του με τον Ντόνεν και συμπρωταγωνιστές τον Φρανκ Σινάτρα και τη Μέριλιν Μονρόε.
Η αλήθεια είναι ότι το 1952 το «Τραγουδώντας στη βροχή» άρεσε, αλλά δεν ενθουσίασε (ήρθε όγδοο στο box office εκείνη τη χρονιά) και δεν πήρε κανένα Οσκαρ. Όμως, τώρα πια ανήκει στον κατάλογο της βιβλιοθήκης του αμερικανικού Κογκρέσου με τους εθνικούς καλλιτεχνικούς θησαυρούς .

Tο «Singin' in the rain» δεν γράφτηκε για την ταινία. Αντιθέτως, η ταινία γυρίστηκε γι' αυτό και γι' άλλα τραγούδια που ο παραγωγός της, Αρθουρ Φριντ, είχε γράψει μαζί με τον συνθέτη Νάτσιο Χερμπ Μπράουν , είκοσι ολόκληρα χρόνια πριν! Ακούστηκε δε, πρώτη φορά, στο «Hollywood revue» το 1929, ενώ το τραγούδησε και η Τζούντι Γκάρλαντ το 1940 στην ταινία «Little Nellie Kelly». Ο Κέλι το έκανε συνώνυμο της νεανικής ανεμελιάς. Και το '71 ο ιδιοφυής Στάνλεϊ Κιούμπρικ στο «Κουρδιστό πορτοκάλι» έδωσε στο τραγούδι κόντρα ρόλο βάζοντας τον πρωταγωνιστή του (Μάλκολμ Μακ Ντάουελ) να το χορεύει στην περίφημη σκηνή του βιασμού. Λέγεται, μάλιστα, πως, όταν προβλήθηκε η ταινία, ο Κέλι προσεβλήθη τόσο, ώστε, όταν συνάντησε τον Μακ Ντάουελ σε μια εκδήλωση, του επιτέθηκε ‘αγρια..

Ραντεβού στο Παρίσι




Ραντεβού στο Παρίσι
(Charade)



Σκηνοθεσία : Stanley Donen
Σενάριο : Peter Stone και Marc Behm από το έργο τους "The Unsuspecting Wife"
Φωτογραφία : Charles Lang
Μουσική: Henry Mancini
Hθοποιοί : Cary Grant , Audrey Hepburn ,Walter Matthau ,James Coburn ,George Kennedy ,Dominique Minot
Χώρα παραγωγής: ΗΠΑ
Ετος παραγωγής : 1963
Έγχρωμο
35 mm,
113΄.
Κατάλληλο

Στους Κινηματογράφους από 1 Ιουλίου 2010











Charade σημαίνει αίνιγμα και αυτό καλείται να λύσει η all time classic , Aundrey Hepburn,μία γυναίκα, στο Παρίσι,που μαθαίνει με τον πιο απροσδόκητο τρόπο ότι πέθανε ο πάμπλουτος άντρας της. Ανάμεσα στα πολλά μυστικά που είχε, ανακαλύπτει ότι μια σειρά κακοποιών τον ψάχνει κι άθελα της βρίσκεται μπροστά σε έναν κυκεώνα από γεγονότα που αν και ασύνδετα μεταξύ τους αρχικά, την οδηγούν στη λύση του μυστηρίου, με τη βοήθεια του έρωτα. Μια κλασσική διασκεδαστική κομεντί περιπέτειας και μυστηρίου, με ιστορικές ατάκες, που ανακατεύει ιδανικά την περιπέτεια, το ρομάντζο και την κωμωδία. Μάθημα σεναρίου και μοντάζ με σαφείς επιρροές Χιτσκοκικού σασπένς και ένα υπέροχο πρωταγωνιστικό ζευγάρι.







Δημήτης Δανίκας (ΤΑ ΝΕΑ)



"Η καλύτερη ρομαντική κομεντί όλων των εποχών"



Το «Charade» που σηµαίνει κάτι σαν Γρίφος και το οποίο ελληνικά πλασαρίστηκε το 1963 µε τον τίτλο «Ραντεβού στο Παρίσι», το έχω απολαύσει ίσα µε δέκα φορές και δεν το χορταίνω. Το απόλυτο χαρµάνι ροµαντικής κοµεντί, θρίλερ και κοσµοπολίτικης περιπέτειας. Πάνω απ’ όλα όµως, ίσως είναι η καλύτερη στιγµή ενός αναντικατάστατου ανθρώπινου διαµαντιού µε το όνοµα Οντρεϊ Χέπµπορν (1929-1993). Χωρίς υπερβολές, µέσα στο top 10 των καλύτερων αµερικανικών ταινιών αυτού του διασκεδαστικού «είδους». Η ταινία επανακυκλοφορεί σε φρέσκια κόπια, κάτι που δεν αποτελεί εγγύηση πραγµατικής, τεχνολογικής, σύγχρονης επεξεργασίας. Γιατί άλλο πράγµα η «νέα κόπια» και άλλο πράγµα η ανασύσταση της οπτικής και ηχητικής µπάντας µε τα σηµερινά, ψηφιακά δεδοµένα. Τέλος πάντων. Το 1962 ο Στάνλεϊ Ντόνεν, ένας από τους πιο επιδέξιους και χαµηλόφωνους εργάτες του Χόλιγουντ, αναλαµβάνει να µεταφέρει στην οθόνη το σενάριο του Πίτερ Στόουν και Μαρκ Μπεµ από το δικό τους έργο που έφερε τον τίτλο «Τhe Unsuspecting Wife» (Η ανυποψίαστη σύζυγος). Το περιστατικό διαδραµατίζεται στο Παρίσι. Με πέντε αρσενικούς. Ολοι τους από τις ΗΠΑ. Και µία χήρα. Η οποία εργάζεται ως διερµηνέας στη Γαλλία. Υπάρχει και ένας έκτος άντρας, ο Τσαρλς Λάµπερτ _ είναι όµως νεκρός _ ο σύζυγος της Βιρτζίνια Λάµπερτ η οποία δεν γνώριζε τίποτα γι’ αυτόν. Ακόµα και το όνοµά του είναι πλαστό. Το κανονικό είναι Τσαρλς Βας, ελβετικό! Ο µακαρίτης αφήνει στη χήρα διακόσιες πενήντα χιλιάδες δολάρια. Από µια απάτη που διέπραξε µαζί µε άλλους τέσσερις κατά τη διάρκεια του πολέµου. Πέντε ένστολοι βούτηξαν το χρυσάφι που ο αµερικανικός στρατός το προόριζε για την ενίσχυση της γαλλικής Αντίστασης. Ο ένας από αυτούς είναι νεκρός. Το ίδιο και ο Βας. Οι τρεις που έµειναν ζωντανοί επανέρχονται ως λύκοι να αρπάξουν τη λεία που είχε κατασπαράξει αυτός. Κατά σειράν: Τζέιµς Κόµπερν, Τζορτζ Κένεντι, Νεντ Γκλας (µαυροπινακισµένος αµερικανός, πολωνικής καταγωγής, από την επιτροπή του Μακάρθι). Οµως εντός της µοναδικής αποσκευής που άφησε πίσω του δεν υπάρχει ίχνος δολαρίου. Ούτε σεντ. Ετσι στη ζωή της ανυποψίαστης Αµερικανίδας καταφθάνουν ακόµα δύο τύποι. Ο πρώτος (Ουόλτερ Ματάου) ισχυρίζεται πως είναι στέλεχος της αµερικανικής κυβέρνησης. Τα λεφτά ανήκουν σ’ αυτήν. Πρέπει εποµένως πάση θυσία να επιστραφούν. Ο δεύτερος (Κάρι Γκραντ, τότε 59 ετών) συστήνεται ως Πίτερ Τζόσουα. Η Βιρτζίνια τον ερωτεύεται. Οµως ο Τζόσουα δεν είναι ο Τζόσουα αλλά ο Αλεξάντερ Ντάιλ. Και εκείνος µε τη σειρά του είναι ο Ανταµ Κάµφιλντ. Και ο Κάµφιλντ είναι ο Μπράιαν τάδε. Κάθε φορά η Χέπµπορν ρωτάει το ίδιο πράγµα. Ετσι για να έχει το κεφάλι της ήσυχο: «Παντρεµένος;». Και κάθε φορά ο Κάρι Γκραντ απαντάει: «Ναι! Αλλά είµαι διαζευγµένος»! Το money είναι το µοναδικό όνειρο και ο αποκλειστικός σκοπός των αρσενικών. Τα αισθήµατα και ο έρωτας είναι ο προνοµιακός χώρος των γυναικών. Οµως για να εκπληρωθούν οι επιθυµίες και να ολοκληρωθούν τα αισθήµατα της ανυποψίαστης, αθώας και ανιδιοτελούς Βίρτζι, θα πρέπει πρώτα να προηγηθεί το απαραίτητο crash test µ’ ένα απίστευτο σερί επεισοδίων. Και σε καθένα απ’ αυτά τα όρια ανάµεσα στην αλήθεια και το ψέµα θα είναι δυσδιάκριτα. Γιατί το πρόβληµά της είναι το γνωστό: εµπιστεύεται λάθος ανθρώπους µε την πρώτη µατιά! Ολοι και όλα on the top. Ασταµάτητοι οι ρυθµοί. Εξαιρετική η πλοκή. Μοναδική η σταυροβελονιά του θρίλερ µε τη ροµαντική κοµεντί. Υπόδειγµα η σκηνοθεσία η αµερικανική. Πασαρέλα κοµψότητας το βεστιάριο της Οντρεϊ Χέπµπορν µε ρούχα Civenchy. Δεν τη φοράνε. Τα φοράει αυτή. Θρυλικό το σάουντρακ του Μαντσίνι. Και στους ρόλους τους άπαντες του (ανδρικού) καστ µε πρώτο τον Κάρι Γκραντ (1904-1986). Ισως τον πιο µπριλάντε ολόκληρης της Ιστορίας του Αmerican Cinema. Οµως πάνω από το ρετιρέ, ίπταται στον ουρανό, ένα κόσµηµα. Ανεπανάληπτο. Μοναδικό. Η Οντρεϊ Χέπµπορν. Διαµάντι αναντικατάστατο, παντοτινό!




«Ραντεβού στο Παρίσι»
Η καλύτερη Οντρεϊ Χέπµπορν Η καλύτερη ροµαντική κοµεντί όλων των εποχών Το καλύτερο χαρµάνι διασκέδασης
Βαθµοί = 10
(top γιατί αγέραστο και κοµψό)

Τρίτη 8 Ιουνίου 2010

Τηλεφωνήσατε Ασφάλεια Αμέσου Δράσεως

Τηλεφωνήσατε: Ασφάλεια Αμέσου Δράσεως
(Dial M for Murder)



Σκηνοθεσία : Alfred Hitchcock
Σενάριο : Frederick Knott
Φωτογραφία : Robert Burks
Μουσική: Dimitri Tiomkin
Hθοποιοί : Ray Milland, Grace Kelly ,Robert Cummings, John Williams ,
Anthony Dawson ,Leo Britt , Patrick Allen
Χώρα παραγωγής: ΗΠΑ
Ετος παραγωγής : 1954
Έγχρωμο
35 mm,
105΄.
Κατάλληλο

Προβολή στις αίθουσες 10 Ιουνίου 2010

Υπόθεση :
"...is that you, darling?"
Ένας πρωταθλητής του τένις σχεδιάζει να δολοφονήσει τη γυναίκα του για να την κληρονομήσει, αλλά το «τέλειο» σχέδιό του, του επιστρέφει μπούμεραγκ.
Υπάρχει τέλειος φόνος; Ο Χίτσκοκ βασισμένος στο ομώνυμο θεατρικό έργο του Φρέντερικ Κνότ παραδίδει μαθήματα μοντάζ εσωτερικού χώρου και καταγράφει με χειρουργική ακρίβεια σχέσεις και εσωτερικές σκέψεις με ηρωες ένα ζευγάρι που δεν αγαπιέται πια, τον εραστή της γυναίκας κι ένα πτώμα που πρέπει οπωσδήποτε κάποιος να χρεωθεί για να επέλθει η κάθαρση.

Αποψη:
Η «μικρή» αυτή ταινία - κινηματογραφική μεταφορά του ομότιτλου θεατρικού έργου που σημείωσε εξαιρετική επιτυχία στο Μπροντγουέι - γυρίστηκε σε 36 μέρες, το 1953, με μέθοδο 3D, προβλήθηκε όμως στην επίπεδή του βερσιόν, γιατί οι περισσότερες κινηματογραφικές αίθουσες, για διάφορους λόγους, δεν εφοδίαζαν με γυαλιά 3D το κοινό. Για το τρισδιάστατο της εικόνας ο Χίτσκοκ χρησιμοποίησε μια, ειδικής παραγγελίας, κινηματογραφική μηχανή που του παρείχε δυνατότητα λήψεων από το επίπεδο του πατώματος, δεδομένου ότι η μέγιστη αίσθηση τρισδιάστατου αποτελέσματος επιτυγχάνεται με τη χρήση πλαγίων, από κάτω προς τα πάνω λήψεων. Πέραν της κάμερας, τα εφέ που το αποτέλεσμά τους πηγάζει από αμιγώς ανάγλυφες κατασκευές, είναι ελάχιστα: ένας πολυέλαιος, ένα βάζο για λουλούδια, ένα κλειδί, κι ένα ψαλίδι ...κυρίως αυτό!

πρώην επαγγελματίας τενίστας Τομ Γουέντις φοβάται ότι η πλούσια γυναίκα του Μαργκό θα τον εγκαταλείψει για έναν συγγραφέα αστυνομικών μυθιστορημάτων. Σχεδιάζει, λοιπόν, να τη δολοφονήσει και να κληρονομήσει την περιουσία της. Εκβιαστικά, κατορθώνει να πείσει έναν παλιό συμμαθητή του, να σκοτώσει την Μαργκό μέσα στο σπίτι τους, ενώ την ίδια στιγμή ο Τομ - που πασχίζει να κατασκευάσει αδιάσειστο άλλοθι - θα βρίσκεται σε μια λέσχη, παρέα με τον αντίζηλό του. Η προσπάθεια του δολοφόνου αποτυγχάνει παταγωδώς, η γυναίκα παλεύει όμοια τίγρη για τη ζωή της και καταφέρνει τελικά να σκοτώσει εκείνη τον δολοφόνο. Στις ανακρίσεις που ακολουθούν ο Τομ παρουσιάζει την κατάσταση κατά τρόπον που ενοχοποιεί την Μαργκό, που από θύμα έγινε θύτης και κρίνεται ένοχη για προμελετημένο έγκλημα. Οι αμφιβολίες όμως του αστυνομικού επιθεωρητή και το άγρυπνο κι έμπειρο μάτι του, θα οδηγήσουν στην κάθαρση, καθώς εν κατακλείδι, ένα κλειδί που βρίσκεται σε θέση που δε θα έπρεπε να βρίσκεται, θα αποκαλύψει πλήρως τον Τομ Γουέντις και την πλεκτάνη του και θα τον αναγκάσει να ομολογήσει την ενοχή του.

Ο μεγαλοφυής μετρ του μυστηρίου, στην ιστορική συνέντευξη/ συνομιλία του με τον Φρανσουά Τρυφό, αφού εξαρχής δήλωσε ότι για τη συγκεκριμένη ταινία δεν έχει κανείς να πει πολλά, συμπλήρωσε ότι η ταινία οφείλει την πραγμάτωσή της στην τύχη και μόνο. Την εποχή εκείνη, ο Χίτσκοκ δούλευε πάνω σε ένα σενάριο που δεν έβγαζε πουθενά το «The Bramble Bush», όπου ένας άνδρας κλέβει ένα διαβατήριο χωρίς να γνωρίζει ότι ο ιδιοκτήτης του καταζητείται για φόνο. Με το που έπεσε στα χέρια του το θεατρικό έργο «Dial M for Murder» τα δικαιώματα του οποίου μόλις είχε αποκτήσει η Warner, ο Χίτσκοκ αισθάνθηκε ότι βρήκε αυτό που ζητούσε εκείνη τη στιγμή. Η κινηματογραφική μεταφορά του έργου ξετυλίγεται χωρίς ούτε στιγμή να προδώσει τη θεατρική καταγωγή του. Η δυσκολία για το θεατρικό συγγραφέα συνίσταται στο να συγκεντρώσει όλη τη δράση σε έναν και μοναδικό χώρο. Οπως ακριβώς στη θεατρική βερσιόν και η κινηματογραφική λαμβάνει χώρα σε έναν και μοναδικό χώρο, στο καθιστικό, με μόνο δυο - τρεις σύντομες εξαιρέσεις. Ο Χίτσκοκ επιτυγχάνει ένα αξιοσημείωτο αποτέλεσμα, χάρη σε ένα εκπληκτικό ντεκουπάζ και την απόλυτη κυριαρχία στο ρυθμό, στο μοντάζ και τα υπόλοιπα εκφραστικά μέσα. Μέχρι και ο βηματισμός στο χώρο παραπέμπει ακουστικά σε θεατρική σκηνή, δεδομένου ότι για την ηχητική πιστότητα ο σκηνοθέτης παράγγειλε ένα ξύλινο «αυθεντικό» πάτωμα. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει το στοιχείο της χρωματικής κλίμακας των ενδυμάτων της Γκρέις Κέλι - η οποία με αυτό το φιλμ εγκαινιάζει τη συνεργασία της με τον Αλφρεντ Χίτσκοκ. Η Κέλι στην αρχή είναι ντυμένη με ζωντανά, έντονα, χαρούμενα χρώματα κι όσο εξελίσσεται η ιστορία τα ρούχα της περνούν σε ολοένα σκουρότερες αποχρώσεις που συμβαδίζουν με την ίντριγκα που εξελίσσεται σε ολοένα και πιο σκοτεινή.

Τον Χίτσκοκ διαπερνά μια καθαρά οπτική σύλληψη του κινηματογράφου, η γραφή του είναι πρωτίστως οπτική και δευτερευόντως λεκτική. Μέχρι την τελευταία του ταινία δούλευε λες και ο κινηματογράφος ήταν ακόμα βουβός. Η κλίση τού να εκφράζεται ουσιαστικά μέσα από την εικόνα τον οδήγησε στα πλέον περίπλοκα τεχνικά επιτεύγματα και σε διάσημα πλάνα σεκάνς, ενώ πίσω από την ανάλαφρα ψυχαγωγική ίντριγκα των χιτσκοκικών ταινιών κρύβεται ένα δομικό πλέγμα σχέσεων, διεργασιών και σημάνσεων που συγκροτούν ένα απολαυστικό, πλούσιο σε χάρη και ερμηνείες κείμενο.

Αλφρεντ Χίτσκοκ:
Ο Άλφρεντ Χίτσκοκ ήταν Άγγλος σκηνοθέτης. Γεννήθηκε στις 13 Αυγούστου 1899 στο Ιστ Εντ του Λονδίνου και πέθανε στις 29 Απριλίου 1980 στο Λος Άντζελες.Ο Χίτσκοκ έπιασε σε δουλειά σε κινηματογραφικό στούντιο του Λονδίνου το 1920. Η δουλειά του ήταν να σχεδιάζει τους τίτλους αρχής για όλες τις ταινίες του στούντιο. Μετά από δύο χρόνια του δόθηκε η ευκαιρία να κάτσει στην καρέκλα του σκηνοθέτη. Ο σκηνοθέτης της ταινίας Always Tell Your Wife αρρώστησε και ζητήθηκε από τον Χίτσκοκ να τον αντικαταστήσει για να ολοκληρωθεί η ταινία. Οι παραγωγοί εντυπωσιάστηκαν από το αποτέλεσμα και του αναθέσαν να γυρίσει την πρώτη του, ουσιαστικά, ταινία, που ήταν ο Αριθμός 13. Μετά από λίγο καιρό όμως το στούντιο έκλεισε. Ο Χίτσκοκ σττη συνέχεια προσλήφθηκε στην Gainsborough Pictures ως σεναριογράφος και σχεδιαστής τίτλων. Το 1925 κατάφερε να σκηνοθετήσει το Pleasure Garden και αυτό σηματοδοτεί ουσιαστικά την αρχή της καριέρας του ως σκηνοθέτης.
Μετά από μια επιτυχημένη δεκαετία του '30, με ταινίες όπως τα 39 σκαλοπάτια, Ο άνθρωπος που ήξερε πολλά, Σαμποτάζ, με το ξεκίνημα του Β' Παγκοσμίου πολέμου αποφάσισε να μετακομίσει μόνιμα στις ΗΠΑ. Όταν επισκέφθηκε το Χόλυγουντ το 1940, όλοι οι παραγωγοί των μεγάλων στούντιο του έκλεισαν την πόρτα γιατί πίστευαν ότι δε θα μπορούσε να κάνει καριέρα στο χώρο. Τελικά, ο μεγαλο-παραγωγός Ντέιβιντ Ο. Σέλζνικ του πρόσφερε ένα επταετές συμβόλαιο. Του ανέθεσε αρχικά μια ταινία για τον Τιτανικό, αλλά το σχέδιο τελικά απορρίφθηκε και του ανέθεσε τη Ρεβέκκα. Η ταινία κέρδισε το Όσκαρ καλύτερης ταινίας του 1940, αλλά φυσικά το Όσκαρ πήγε στον παραγωγό και όχι στον Χίτσκοκ. Για τα επόμενα 20 χρόνια, μέχρι το Ψυχώ, γύριζε τη μια ταινία πίσω από την άλλη. Το 1955 συμφώνησε να προλογίζει μια τηλεοπτική σειρά με τίτλο Ο Άλφρεντ Χίτσκοκ παρουσιάζει, που, σημειωτέον, διήρκησε δέκα χρόνια.Μετά την καλλιτεχνική και εμπορική επιτυχία του Ψυχώ άρχισε να σκηνοθετεί ταινίες όλο και πιο αραιά. Από το 1977 μέχρι και το θάνατό του, δούλευε πάνω στη δημιουργία ενός φιλμ με τίτλο The Short Night. Μετά το θάνατό του, ο σεναριογράφος Ντέιβιντ Φρίμαν εξέδωσε την τελική εκδοχή του σεναρίου.Προτάθηκε έξι φορές για Όσκαρ σκηνοθεσίας, το 1941 (Ρεβέκκα), το 1942 (Υποψίες), το 1945 (Η σωσίβια λέμβος/Ναυάγιο) το 1946 (Νύχτα αγωνίας), το 1955 (Σιωπηλώς μάρτυς) και το 1961 (Ψυχώ), αλλά δε το κέρδισε ποτέ.Προτιμούσε πάντα τις ξανθές πρωταγωνίστριες. Οι πιο διάσημες ηθοποιοί που σκηνοθέτησε ήταν η Τζόαν Φοντέιν, η Ίνγκριντ Μπέργκμαν, η Μάρλεν Ντίτριχ, η Γκρέις Κέλι, η Κιμ Νόβακ, η Τζάνετ Λι, η Εύα Μαρί Σεντ, η Βέρα Μάιλς και η Τίπι Χέντρεν. Στις περισσότερες ταινίες του πάντως έχουν συμμετάσχει και οι διασημότεροι άρρενες ηθοποιοί της εποχής: Τσαρλς Λότον, Λόρενς Ολίβιε, Κάρι Γκραντ, Τζέιμς Στιούαρτ, Κλωντ Ρέινς, Γκρέγκορι Πεκ, Χένρι Φόντα, Σον Κόνερι και Πολ Νιούμαν.Όταν ο Χίτσκοκ δεν πρόλαβε να αγοράσει τα δικαιώματα του βιβλίου Οι Διαβολογυναίκες, που μετέφερε στον κινηματογράφο ο Ανρί-Ζορζ Κλουζό το 1955, ζήτησε από τους συγγραφείς, τον Πιερ Μπουαλό και τον Τομά Ναρσεζεράκ, να του γράψουν ένα διήγημα αποκλειστικά για αυτόν. Το αποτέλεσμα ήταν το βιβλίο From Among the Dead, το οποίο γυρίστηκε με τον τίτλο Δεσμώτης του Ιλίγγου.Ο Χίτσκοκ συχνά δήλωνε ότι η αγαπημένη του ταινία ήταν το Shadow of a Doubt και ότι ο Λουίς Μπουνιουέλ ήταν ο καλύτερος σκηνοθέτης όλων των εποχών. Επίσης, ο ίδιος θεωρούσε ότι η πρώτη του ταινία αληθινά ήταν ο Ένοικος.Ο διάσημος ζωγράφος Σαλβαδόρ Νταλί συμμετείχε στους σχεδιασμούς της σεκάνς του ονείρου που βλέπει ο Γκρέγκορι Πεκ στην ταινία Νύχτα αγωνίας.Η πρώτη έγχρωμη ταινία του ήταν Η Θηλειά το 1948, η οποία επίσης θεωρείται πειραματική και πρωτοποριακή επειδή είναι γυρισμένη εξ ολοκλήρου με μία κάμερα και χωρίς κανένα μοντάζ.


TIPS :

Η cameo appearence του Χιτσκοκ στη ταινία είναι στο 13 λεπτό . Απεικονίζεται σε μια φωτογραφία