Πέμπτη 13 Δεκεμβρίου 2012

Το αγόρι στο τελευταίο θρανίο


του Φρανσουά Οζόν
Φαμπρίς Λουσινί, Κρίστιν Σκοτ Τόμας, Εμανουέλ Σενιέ, Ντενί Μινοσέ, Ερντ Ούμχαουερ

Βραβείο FIPRESCI Φεστιβάλ Τορόντο
Βραβείο Καλύτερης Ταινίας & Σεναρίου Φεστιβάλ Σαν Σεμπαστιάν


Ένα 16χρονο αγόρι προσπαθεί να τρυπώσει στο σπίτι ενός συμμαθητή του, για να εμπνευστεί να γράψει για την εργασία του στο σχολείο. Εντυπωσιασμένος από το ιδιότροπο αλλά χαρισματικό αγόρι, ο δάσκαλος του επαναπροσδιορίζει τη διάθεση του για διδασκαλία, αλλά η εισβολή προκαλεί μια σειρά από ανεξέλεγκτα γεγονότα.
Το Αγόρι στο Τελευταίο Θρανίο είναι εμπνευσμένο από το ισπανικό θεατρικό "The Boy in the Last Row" του Χουάν Μαγιόργκα.




ΜΙΑ ΑΠΟΨΗ : 

Τίτλοι έναρξης και η σταθερή κάμερα παρακολουθεί από μακριά την συνάθροιση των μαθητών στο προαύλιο του σχολείου, λίγο πριν εκείνοι εισέλθουν στην αίθουσα για μάθημα. Με μεγάλα γράμματα στον θεόρατο τοίχο του κτιρίου η μαρκίζα αποτίνει φόρο τιμής σε έναν σπουδαίο καλλιτέχνη: Λύκειο Γκιστάβ Φλομπέρ. Ουσιαστικά αυτή η πινακίδα που αναφέρεται στον κορυφαίο Γάλλο συγγραφέα, που τα κείμενα του γεφύρωσαν τον ρομαντισμό με τον ρεαλισμό, ορίζει αποξαρχής και την πορεία που θα ακολουθήσει η ταινία που έπεται. Ένα παραμύθι? Μια φαντασίωση? Μια πραγματική ανάμνηση? Ή μια κοροϊδία? Όποιον από όλους αυτούς τους πιθανούς χαρακτηρισμούς επιλέξει στο φινάλε του Dans La Maison ο θεατής - έχοντας δυνατότητα να δικαιολογήσει απόλυτα την όποια άποψη του δια μέσου του σεναρίου - για ένα πράγμα θα είναι βέβαιος. Πως τέτοια περίτεχνη κινηματογραφική αφήγηση, μόνον ένας ικανότατος οτέρ θα ήταν άξιος να του σερβίρει...


Έναρξη της καινούργια σχολικής χρονιάς και ο Κύριος Ζερμέν, καθηγητής φιλολογίας στο λύκειο των προαστίων, νιώθει την βαριεστημάρα της επανάληψης να τον κυριεύει, καλούμενος να διδάξει μαθητές με περιορισμένα ενδιαφέροντα και ακόμη πιο περιορισμένο λεξιλόγιο και εκφράσεις. Ώσπου, προς μεγάλη του έκπληξη, διορθώνοντας τις παντελώς αδιάφορες εκθέσεις των σπουδαστών, θα βρεθεί μπροστά σε ένα γραπτό με υψηλές συγγραφικές ικανότητες και ανάπτυξη στον λόγο, υπογεγραμμένο από τον 16χρονο Κλοντ, έναν από τους λιγότερο επιφανείς μαθητές του, που περιγράφει με πλήρη λεπτομέρεια, αλλά κριτική άποψη, την επίσκεψη στο μεσοαστικό σπίτι του καλύτερου του φίλου.

Το ζήτημα είναι πως την στιγμή της κορύφωσης στο κείμενο του, ο χαρισματικός έφηβος γραφιάς, πετάει την μαγική λεξούλα "Συνεχίζεται", ένα στοιχείο που αυτομάτως θα εξάψει την περιέργεια του δασκάλου για το ποια ακριβώς μπορεί να είναι η συνέχεια του μυθιστορήματος του στην επόμενη έκθεση - κεφάλαιο. Δίχως να καταφέρνει ο εκπαιδευτικός να διακρίνει, αν όλα όσα διαβάζει στην κόλλα, ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα ή είναι προϊόν της φαντασίας του πιτσιρίκου, θα δείξει (αν και ποτέ δεν θα το παραδεχτεί) γοητευμένος με την μέθοδο στοιχειοθέτησης των φράσεων του, παίρνοντας τον υπό την εποπτεία του, φυσικά έχοντας ένα και μοναδικό κέρδος. Σύντομα να πάρει στα χέρια του το νέο αγωνιώδες chapter της ιστορίας, που όπως πάντα θα τον αφήνει με τον τελικό άγχος του A Suivre.


Το κακό για εκείνον, τον δίχως πάθος για το λειτούργημα του, χωρίς κανένα ερωτικό ενδιαφέρον και αποτυχημένο σε κάθε προσπάθεια ανέλιξης πάνω στο στοιχείο του διανοούμενο, είναι πως έχει την εντύπωση πως μέσα από τις συμβουλές που δίνει στον επίδοξο Φλομπέρ, κατευθύνει και την πορεία της ίντριγκας. Χωρίς να αντιλαμβάνεται πως ο μικρός, έχει πάρει χαμπάρι την ηδονοβλεπτική διάθεση να εισέλθει κι εκείνος μέσα στο σπίτι της τριμελούς φαμίλιας, προκειμένου να παρακολουθήσει ως αόρατος επισκέπτης τις κινήσεις τους και ολοένα ανεβάζει τους πιπεράτους τόνους της (ντεμέκ για αληθινής?) νουβέλας. Συναρπαστικό και συνάμα παιχνιδιάρικο είναι το στήσιμο της κάμερας του ζωηρού παιδιού του φραντσέζικου σινεμά, Francois Ozon, που με ευρηματικό τρόπο, μιξάρει τον δεδομένο ρεαλισμό με τα όμορφα γραμμένα (σε διάφορους τόνους, γλαφυρούς, ερωτικούς, κοινωνικούς, μέχρι και ακραίου θρίλερ) λόγια, εξελίσσοντας συνάμα τους μπουρζουά χαρακτήρες που επεξεργάζεται.


 Έχοντας πάντοτε στο επίκεντρο τον διαταραγμένο Μεσιέ Ζερμέν, που την έως και αντιπαθητική, όσο ο χρόνος κυλά, φιγούρα του, ερμηνεύει ο εξαιρετικός και πάλι Fabrice Luchini, ηθοποιός που μέσα από την τεράστια θεατρική του καριέρα, ξέρει πολύ καλά πως να μοιράζει τις αστείες και τις σοβαρές του εκφράσεις. Πέραν του αξιοπρεπή μικρού Ernst Umhauer, που κρατά τον ρόλο του ανερχόμενου σκανδαλοθήρα, ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει και η συνύπαρξη μετά από 20 ολόκληρα χρόνια (ποτέ όμως στο ίδιο καρέ) του ηδονικού ντουέτου του Polanskiκού Bitter Moon, δηλαδή της σαν το παλιό καλό κρασί Thomas και της εμφανώς σπασμένης Seigner, με την πρώτη να δίνει μια επιπλέον χιουμοριστική και σαρκαστική νότα στο στόρι. Ένα σενάριο που αισθάνομαι - για να μην πω είμαι πεπεισμένος - πως ο Woody Allen ήδη ζηλεύει που δεν το επέλεξε (από το βιβλίο του Ισπανού Juan Mayorga) να το διασκευάσει προς ίδιον όφελος.
ΓΙΩΡΓΟΣ ΖΕΡΒΟΠΟΥΛΟΣ www.lessthanzervo.blogspot.gr


Τρίτη 27 Νοεμβρίου 2012

Σωμα με Σωμα ( De rouille et d'os )


ΣΩΜΑ ΜΕ ΣΩΜΑ
Πρωτότυπος τίτλος : De rouille et d'os


Σκηνοθεσία: Jacques Audiard
Σεναριο:       Jacques Audiard, Thomas Bidegain πάνω σε μια ιστορία του Craig Davidson                                  
Φωτογραφία: Stéphane Fontaine
Μουσική: Alexandre Desplat
Παιζουν: Marion Cotillard, Matthias Schoenaerts, Armand Verdure   
Corinne Masiero, Bouli Lanners, Jean-Michel Correia   



Βραβεια - Συμμετοχές:
Καλύτερη ταινία στο Cabourg Romantic Film Festival
Επίσημη συμμετοχη στο Φεστιβαλ Καννων
Υποψηφια για καλυτερη κινηματογραφικη μουσικη στα World Soundtrack Awards
Επίσημη συμμετοχή στο Φεστιβαλ του Τορόντο
Επίσημη συμμετοχη στο Φεστιβαλ της Στοκχόλμης
Επίσημη συμμετοχή στο Φεστιβαλ Μονάχου
Επίσημη συμμετοχή στο Φεστιβαλ Λιουμπλιάνας
Πανελλήνια πρεμιέρα στο φεστιβαλ Αθηνων «Νυχτες Πρεμιέρας»
Χωρα παραγωγής: Γαλλία Βελγιο
Ετος παραγωγης: 2012
Γλώσσα: Γαλλικά
Διάρκεια:  120’ Εγχρωμο

Μετά τον αριστουργηματικό «Προφήτη», ο Ζακ Οντιάρ κάνει στροφή στο μελόδραμα με μία κλασική ερωτική ιστορία. Σε κάθε καρέ, ο Οντιάρ φανερώνει τη δεξιοτεχνική του δεινότητα, ενώ αποσπά εκπληκτικές ερμηνείες από τους πρωταγωνιστές του.
Ο Αλί με τον πεντάχρονο γιο του Σαμ, χρεοκοπημένος και χωρίς φίλους, αναζητά καταφύγιο στο σπίτι της αδερφής του στην Αντίμπ. Εκεί ο Αλί πιάνει δουλειά ως πορτιέρης σε ένα τοπικό nightclub.Εκεί, μετά από έναν καβγά, γνωρίζει την Στεφανί, μια γοητευτική εκπαιδεύτρια φαλαινών και της δίνει το τηλέφωνό του. Μια μέρα, ο Αλί δέχεται ένα τηλεφώνημα από τη Στεφανί, όταν όμως τη συναντά ξανά τη βρίσκει καθηλωμένη σε αναπηρικό καρότσι. Έχει χάσει και τα δυο της πόδια σε ένα τρομερό δυστύχημα, μαζί έχουν χαθεί και τα όνειρά της. Ο Αλί θα την βοηθήσει να τα ξανακερδίσει…

Η ιστορία θέλει τον Αλί, ξοφλημένο μποξέρ παράνομων αγώνων, να αφήνει το Βέλγιο για τη γαλλική πόλη Αντίμπ στη μεσογειακή Κυανή Ακτή, όπου βρίσκει καταφύγιο μαζί με τον πεντάχρονο γιο του στο σπίτι της αδερφής του.
Εκεί θα γνωρίσει τη Στεφανί, μια εκπαιδεύτρια φαλαινών που μετά από ένα τραγικό ατύχημα χάνει και τα δυο της πόδια. Μαζί, θα μάθουν να περπατάνε ξανά από την αρχή.
Σε κάθε καρέ, ο Οντιάρ φανερώνει τη δεξιοτεχνική του δεινότητα, ενώ αποσπά εκπληκτικές ερμηνείες από τους πρωταγωνιστές του, τη βραβευμένη με Οσκαρ Κοτιγιάρ και τον Σένερτς.
Κυρίως, όμως, δείχνει πώς οι ήρωές του μαθαίνουν να ζουν με το ακρωτηριασμένο τους σώμα, τα ματωμένα τους πρόσωπα και τις πιο απίθανες ελλείψεις μέσα από ασύλληπτες εικόνες και έναν πρωτοποριακό αφηγηματικό μινιμαλισμό.


Με αφορμη το ΣΩΜΑ ΜΕ ΣΩΜΑ
μια αναδρομη στο εργο του Ζακ Οντιάρ από τον Θανάση Πατσαβό.


Στο νέο του φιλμ «Σώμα με Σώμα», που άνοιξε το πρόσφατο Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Αθήνας ΝΥΧΤΕΣ ΠΡΕΜΙΕΡΑΣ COSMOTE, ο Ζακ Οντιάρ ανακαλύπτει για μία ακόμα φορά την ελπίδα ανάμεσα σε ανθρώπινα χαλάσματα, δημιουργώντας ένα αριστοτεχνικό, σύγχρονο μελόδραμα που άφησε με δάκρυα στα μάτια το κοινό του φετινού Φεστιβάλ Καννών και έκτοτε έχει ταξιδέψει σε όλον τον κόσμο, με τελικό προορισμό ίσως ακόμη και τα Όσκαρ.

Φημισμένος για τις «ανδρικές» ιστορίες του και τη σκοτεινή ατμόσφαιρά τους, ο Γάλλος σκηνοθέτης επέλεξε αυτή τη φορά μια ισχυρή θηλυκή παρουσία ως δυναμικό αντίβαρο των μπερδεμένων αρσενικών που συνήθως κατοικούν τις ταινίες του, φέρνοντας τη συγκλονιστική Μαριόν Κοτιγιάρ απέναντι στον Ματίας Σούναρτς, τον ανερχόμενο Βέλγο πρωταγωνιστή του «Bullhead».

Αντλώντας ελεύθερα θραύσματα πλοκής και χαρακτήρων από τη συλλογή διηγημάτων «Rust and Bone» του Καναδού συγγραφέα Κρεγκ Ντέιβιντσον, με τη δράση να μεταφέρεται στις Αντίβες της ηλιόλουστης Γαλλικής Ριβιέρας, όχι πολύ μακριά από τις Κάννες, το «Σώμα με Σώμα» («De Rouille et d'Os») είναι ταυτόχρονα ένα αντισυμβατικό ρομάντζο, μία σπαρακτική ιστορία επιβίωσης και ένας αναπολογητικός ύμνος στον θρίαμβο της ανθρώπινης θέλησης.

Ηρωές του, η Στεφανί και ο Αλί, μια γυναίκα που τα έχει όλα κι ένας άνδρας που δεν έχει τίποτα. Η πρώτη μια κακομαθημένη πριγκίπισσα που εκπαιδεύει φάλαινες-δολοφόνους σε ένα θαλάσσιο πάρκο της Κυανής Ακτής. Ο δεύτερος ένας νεαρός, απρόθυμος πατέρας που μεγαλώνει μόνος του το γιο του και παίρνει μέρος σε παράνομους αγώνες πάλης για να τα βγάλει πέρα.

Όταν η Στεφανί χάνει τα πόδια της σε ένα ατύχημα και βρίσκεται ξαφνικά ανυπεράσπιστη και ανήμπορη, θα στραφεί για βοήθεια στον Αλι, τον άνδρα που απέρριψε στην πρώτη τους φευγαλέα συνάντηση. Ακρωτηριασμένη εσωτερικά και εξωτερικά, εκείνη αντιμετωπίζει τον οίκτο της οικογένειας και των συναδέλφων της, ενώ αυτός πασχίζει να αντιμετωπίσει αποξενωμένους συγγενείς και αντιπάλους, που, όπως κι αυτός, δεν έχουν πραγματικά να χάσουν τίποτα. Μαζί θα προσπαθήσουν να κλείσουν τις πληγές τους, να μάθουν ξανά τι σημαίνει σεβασμός, αξιοπρέπεια και αγάπη.

Με αφορμή την κυκλοφορία της ταινίας στις ελληνικές αίθουσες, επιχειρούμε μια αναδρομή στην καριέρα του πιο συναρπαστικού, σύγχρονου Γάλλου σκηνοθέτη.



Κοίτα τους Άντρες Όταν Πέφτουν (Regarde les Hommes Tomber, 1994)

Ξενίζοντας αρχικά με την αλλόκοτα ελλειπτική πλοκή του, το σκηνοθετικό ντεμπούτο του Ζακ Οντιάρ ξεκινά ως ένα υποτονικό νεο-νουάρ που μονάχα υπόνοιες δημιουργεί αρχικά για το τι συνδέει τις παράλληλες ιστορίες των τριών βασικών του χαρακτήρων.

Ο Σιμόν (Ζαν Γιαν), ένας πενηντάρης πωλητής σε κρίση μέσης ηλικίας, αναζητά διέξοδο από την τελματωμένη επαγγελματική και οικογενειακή ζωή του, εγκαταλείποντας τα πάντα για να αφιερωθεί στην εμμονοληπτική αναζήτηση του υπεύθυνου για τη δολοφονία ενός φίλου του, αστυνομικού. Ο Μαρξ (Ζαν-Λουί Τρεντινιάν) είναι ένας ηλικιωμένος, υπερχρεωμένος χαρτοπαίκτης που εξαναγκάζεται από τους δανειστές του να δουλέψει ως επαγγελματίας εκτελεστής, έχοντας στο πλάι του τον αγαθό και ελαφρώς αργόστροφο νεαρό Φρεντερίκ (Ματιέ Κασοβίτς), που τον ακολουθεί παντού σαν πιστό σκυλί. Αναπόφευκτα οι δρόμοι τους θα συναντηθούν, μετουσιώνοντας ένα θλιμμένο αστυνομικό φιλμ σε μία υπαρξιακή ταινία διφορούμενης ανδρικής φιλίας και υφέρποντος ομοερωτισμού.



Ένας Πολύ Διακριτικός Ήρωας (Un Héros Très Discret, 1996)

Στη φαινομενικά πιο αταίριαστη ταινία της καριέρας του, ο Οντιάρ ανακαλύπτει την κωμωδία στο πιο απρόσμενο μέρος. Επηρεασμένος κατά δική του ομολογία από το εμβληματικό ντοκιμαντέρ «The Sorrow and the Pity» («Le Chagrin et la Pitié», 1969) του Μαρσέλ Οφίλς, ο σκηνοθέτης βάζει το δικό του λιθαράκι στην απομυθοποίηση της Γαλλικής Αντίστασης με την ιστορία ενός νεαρού άνδρα που, όταν ανακαλύπτει ότι ο πατέρας του δεν ήταν ο ήρωας πολέμου που πάντα πίστευε και η μητέρα του υπήρξε συνεργάτης των Γερμανών, αποφασίζει να υφάνει με πανουργία και κάθε λεπτομέρεια τον θρύλο της δικής του ηρωικής συμμετοχής, κατορθώνοντας να εξαπατήσει τους πάντες.

Λιγότερο μια καταγγελία για τις δεκάδες αληθινές περιπτώσεις κίβδηλου πατριωτισμού που ήρθαν στο φως στη μεταπολεμική Γαλλία και περισσότερο μια ευρηματική και απρόσμενα αστεία παραβολή για την ανάγκη κάθε ανθρώπου να ανήκει κάπου ή την επιθυμία του να διαγράψει από το παρελθόν του άβολες αλήθειες, η ταινία ανέδειξε το άστρο του Κασοβίτς ως ηθοποιού, στο ρόλο ενός αμετανόητου μυθομανή (ή ονειροπόλου, όπως το πάρει κανείς) σε αναζήτηση ταυτότητας.



Πάνω στα Χείλη Μου (Sur Mes Lèvres, 2001)

Η Κάρλα (Εμανουέλ Ντεβός) είναι μία μέτριας εμφάνισης, μοναχική και σχεδόν κουφή γυναίκα που εργάζεται σκληρά ως γραμματέας σε μια κατασκευαστική εταιρεία. Ο Πολ (Βενσάν Κασέλ) έχει μόλις βγει από τη φυλακή όπου υπηρέτησε για μικροληστείες και, ψάχνοντας για δουλειά, θα γίνει βοηθός της. Εκείνη θα αποκρύψει το παρελθόν του και θα τον βοηθήσει να σταθεί στα πόδια του κι αυτός με τη σειρά του θα γίνει το όργανό της για να πάρει εκδίκηση από συνεργάτες που την υποτιμούν και την εκμεταλλεύονται.

Με οδηγό ένα εξαιρετικό πρωτότυπο σενάριο, σε συνεργασία με τον συγγραφέα Τονίνο Μπενακουίστα, ο Οντιάρ υφαίνει μία ανορθόδοξη ερωτική ιστορία, μακρινό πρόγονο του «Σώμα με Σώμα», με δύο ήρωες από διαφορετικούς κόσμους, που οι ανάγκες τους εκλιπαρούν για έναν σύμμαχο. Ίσως η πιο σύνθετη κινηματογραφικά ταινία του Οντιάρ, μας εισάγει στον σιωπηλό κόσμο της Κάρλα μέσα από έναν πρωτοποριακό ηχητικό σχεδιασμό, ενώ ταυτόχρονα χρησιμοποιεί την ιδιαίτερη ικανότητά της ως χιτσκοκικό εύρημα προκειμένου να χτίσει ένα διεστραμμένο φιλμ νουάρ με φόντο τις οικοδομές και τα κλαμπ των παρισινών προαστίων.

Περιέργως για ένα τόσο ακριβές φιλμικό οικοδόμημα, ο Οντιάρ αυτοσχεδίασε, αλλάζοντας το σενάριο κατά τη διάρκεια των γυρισμάτων, προκειμένου να αξιοποιήσει την ηλεκτρισμένη ένταση ανάμεσα στους δύο ηθοποιούς του, που κορυφώνεται σε μία αριστουργηματική ερωτική σκηνή εξ αποστάσεως.



Ο Χτύπος Που Έχασε η Καρδιά Μου (De Battre Mon Coeur s'Est Arrêté, 2005)

Διασκευάζοντας το καλτ φιλμ «Fingers» (1978) του Τζέιμς Τόμπακ, ο Οντιάρ διαψεύδει θριαμβευτικά το κλισέ που θέλει τα ριμέικ να μην ξεπερνούν ποτέ τον προκάτοχό τους. Αντικαθιστώντας τον πιανίστα του Χάρβεϊ Καϊτέλ, που εγκλωβιζόταν στα κυκλώματα του μαφιόζου πατέρα του, o Ρομάν Ντουρί υποδύεται τον Τομά, έναν άνδρα διχασμένο ανάμεσα στη βίαιη εκτόνωση του εγκλήματος και τη γαλήνη της μουσικής, δύο κόσμους που εκπροσωπούν οι γονείς του.

Επαναλαμβανόμενο στοιχείο στο έργο του Γάλλου σκηνοθέτη, το βάρος (ή η έλλειψη) της πατρική φιγούρας είναι εδώ πιο έκδηλο από ποτέ, τραβώντας ολοένα και πιο βαθιά τον Τομά στις βρώμικες υποθέσεις του μεσίτη πατέρα του. Αναζητώντας μάταια κάτι να τον κρατήσει στην επιφάνεια θα ξεκινήσει ξανά τα μαθήματα πιάνου, που κάποτε του παρέδιδε η νεκρή πια μητέρα του, οραματιζόμενος μια καριέρα στη μουσική, παραμένει όμως διαρκώς ένας άνδρας-παιδί, ανίσχυρος ακόμα να κάνει τις δικές του επιλογές.

Βυθίζοντάς μας με τη σειρά του στο σχιζοφρενικό δίλημμα του ήρωά του, ο Οντιάρ βελτιώνει σε κάθε τομέα τη χαοτική ταινία του Τόμπακ, αφήνοντας ταυτόχρονα στο φινάλε μια χαραμάδα αισιοδοξίας που απουσίαζε από το αποπνικτικό πρωτότυπο.



Ο Προφήτης (Un Prophète, 2009)

Στην πιο φιλόδοξη ταινία του, ο Οντιάρ συμπυκνώνει τα χαρακτηριστικά των αντι-ηρώων του στο πρόσωπο του Μαλίκ, ενός Αραβα που ξεκινά τη θητεία του στη φυλακή σαν ένα φοβισμένο, κυνηγημένο ζώο, χωρίς φίλους και συμμάχους, για να ανέλθει με στρατηγικές κινήσεις στην κορυφή της τροφικής αλυσίδας. Αφού αναγκαστεί να διαπράξει έναν φόνο για λογαριασμό ενός κρατούμενου Κορσικανού νονού, ο Μαλίκ θα κερδίσει την εμπιστοσύνη του και θα βρεθεί να κάνει κάθε είδους θελήματα για τη συμμορία του, κάτι που θα του επιτρέψει σταδιακά να κινεί τα νήματα από το παρασκήνιο.

Ο Οντιάρ σκιαγραφεί με τρομακτική σχεδόν λεπτομέρεια τα θανάσιμα παιχνίδια εξουσίας που καθορίζουν τη ζωή και τις οπορτουνιστικές σχέσεις στις φυλακές, κάνοντάς μας κοινωνούς ενός απάνθρωπου παράλληλου κόσμου, ενώ ταυτόχρονα μετατρέπει την ιλιγγιώδη άνοδο του Μαλίκ στα κλιμάκια της παρανομίας σε μια βίαιη ωδή στην ανθρώπινη ικανότητα για επιβίωση.

Δομημένος σαν ένα αγωνιώδες, χορταστικό μυθιστόρημα, ο «Προφήτης» εμπλουτίζει το κλασικό δράμα φυλακών με ντοκιμαντερίστικο ρεαλισμό που κόβει την ανάσα και ονειρικές πινελιές που χαρτογραφούν τον ψυχισμό του ήρωα κάτω από το ολοένα και πιο σκληρό προσωπείο του – στο τέλος δεν ξέρεις αν πρέπει να θαυμάσεις ή να τρομάξεις από την ολοκληρωτική μεταμόρφωσή του.

Θανάσης Πατσαβος περιοδικό ΣΙΝΕΜΑ





Παρασκευή 2 Νοεμβρίου 2012

Το πρόσωπο της ομίχλης του Sergei Loznitsa


IN THE FOG (Το πρόσωπο της ομίχλης)
Πρωτότυπος τίτλος: V tumane





Πρώτη προβολή στο πλαίσιο του 53ου Φεστιβαλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίης 
ΦPINTA ΛIAΠΠA:      Παρασκευή, 9 Νοεμβρίου 2012 - 22:45
TZON KAΣΣABETHΣ:  Σάββατο, 10 Νοεμβρίου 2012 - 19:30


"Τα μάτια και τ’ αυτιά είναι κακοί σύμβουλοι  
για ανθρώπους , που εχουν  
φυσικό χαρακτηριστικό τους την βαρβαρότητα " 
(Ηράκλειτος)

Σκηνοθεσία: Sergei Loznitsa
Σεναριο: Sergei Loznitsa διασκευη του βιβλίου του : Vasili Bykov 
Φωτογραφία: Oleg Mutu

Παιζουν:
Vladimir Svirski
Vlad Abashin
Sergei Kolesov
Nikita Peremotovs
Julia Peresild
Kirill Petrov
Dmitrijs Kolosovs
Stepans Bogdanovs
Dmitry Bykovskiy
Vlad Ivanov
Igor Khripunov
Nadezhda Markina
Boris Kamorzin
Mikhail Evlanov
Sergei Russkin
Timofey Tribunts
 Βραβεια - Συμμετοχές:
Βραβείο Διεθνους ενωσης Κριτικων  Κινηματογραφου στο Φεστιβαλ Καννων 2012
Καλύτερη ταινία στο Διεθνές Φεστιβαλ Κινηματογραφου της Οδησσού
Καλύτερη ταινία στο Διεθνές Φεστιβαλ Κινηματογραφου του Ερεβαν
Καλύτερη ταινία στο Διεθνές Φεστιβαλ Κινηματογραφου Αντρει Ταρκόφκι του Ζερκάλο
 Χωρα παραγωγής: Γερμανια, Ολλανδία,  Ρωσία, Λευκορωσία, Λεττονία
Ετος παραγωγης: 2012
Γλώσσα: Ρωσσικά
Διαρκεια : 127 Εγχρωμο

 Official site : www.inthefog-movie.com/



Δυτικά σύνορα της ΕΣΣΔ, το 1942. Η περιοχή είναι υπό γερμανική κατοχή, και οι  αντάρτες της περιοχής μάχονται με όλους τους τρόπους να προκαλέσουν ζημιά στον κατακτητή. 
Μια  αμαξοστοιχία εκτροχιάζεται κοντά στο  χωριό, όπου ο ηρωας της ταινίας Sushenya, ένας εργαζόμενος στους σιδηροδρόμους , ζει με την οικογένειά του. Ο αθώος Sushenya συλλαμβάνεται μαζί με την   ομάδα  των σαμποτέρ, αλλά ο Γερμανός αξιωματικός  αποφασίζει  να μην τον κρεμάσουν με τους άλλους και τον ελευθερώνει. Οι  φήμες για την  προδοσία  του Sushenya εξαπλώνονται   γρήγορα, και οι αντάρτες  Burov και Voitik φθάνουν από το δάσος για να πάρουν εκδίκηση.
Με την αγωνία  ότι οι αντάρτες θα τον οδηγήσουν μέσα από το δάσος, όπου εκεί θα του έχουν στήσει  ενέδρα ο   Sushenya βρίσκει τον εαυτό του κι εκεί, βαθιά στο αρχαίο δάσος, όπου δεν υπάρχουν  πια ούτε φίλοι ούτε εχθροί, και όπου η γραμμή μεταξύ προδοσίας και  ηρωισμού  εξαφανίζεται, ο  Sushenya αναγκάζεται να κάνει μια ηθική επιλογή κάτω από απολύτως ανήθικες συνθήκες .


Σεργκέι Λοζνίτσα :
2003 Landschaft/Τοπίο (ντοκ)
2004 Fabrika/Η φάμπρικα (μμ ντοκ)
2005 Blokada/Αποκλεισμός (μμ ντοκ)
2006 Artel/Αρτέλ (μμ ντοκ)
2008 Tredstavlenye/Επισκόπιση (ντοκ)
2008 Lumière du Nord/Το φως του Βορρά (μμ ντοκ)
2010 Shastye Moe/Χαρά μου, εσύ
2012 V tumane/In the Fog
Γεννημένος το 1964, το 1987 αποφοίτησε από το Πολυτεχνείο του Κιέβου με πτυχίο στα εφαρμοσμένα Μαθηματικά. Το 1997, αποφοίτησε από τη Ρωσική Σχολή Κινηματογράφου της Μόσχας (VGIK) με πτυχίο σκηνοθεσίας. Από το 1996 γυρίζει ντοκιμαντέρ, για τα οποία έχει λάβει εθνικές και διεθνείς διακρίσεις. Το 2010, η πρώτη ταινία μυθοπλασίας του με τίτλο Χαρά μου, εσύ, έκανε πρεμιέρα στο διεθνές διαγωνιστικό τμήμα του Φεστιβάλ Καννών και στη συνέχεια απέσπασε πολλά βραβεία σε διεθνή φεστιβάλ σ’ όλο τον κόσμο. Tο πρόσωπο της ομίχλης είναι η δεύτερη μεγάλου μήκους ταινία μυθοπλασίας που σκηνοθετεί.


Νεκρή Ευρώπη του Tony Krawitz


DEAD EUROPE (Νεκρή Ευρώπη)


Πρώτη προβολή στο πλαίσιο του 53ου Φεστιβαλ Κινηματογραφου Θεσσαλονίκης
OΛYMΠION: Τρίτη, 6 Νοεμβρίου 2012 - 22:30
ΦPINTA ΛIAΠΠA:   Σάββατο, 10 Νοεμβρίου 2012 - 23:00



ΣκηνοθεσίαTony Krawitz
Σεναριο: Tony Krawitz & Louise Fox  βασισμενο στο ομώνυμο βιβλίο του Χρήστου Τσιόλκα
Φωτογραφία: Germain McMicking
Παιζουν:
Ewen Leslie
 Marton Csokas
 Kodi Smit-McPhee 
 Jean-François Balmer
 Yigal Naor    
 William Zappa
 Françoise Lebrun    
Θάνος Σαμαράς
Δανάη Σκιάδη 
Βραβεια Συμμετοχές:
Επίσημη συμμετοχη και διεθνής πρεμιέρα στο Φεστιβαλ κινηματογραφου του Σιδνευ
Επίσημη συμμετοχη στο Φεστιβαλ Τορόντο
 Χωρα παραγωγής: Αυσταλία, Αγγλία
Ετος παραγωγης: 2012
Γλώσσα: Αγγλικά, Ελληνικά,  Γαλλικά, Ουγγρικά
Διαρκεια : 84, Εγχρωμο
 Το βιβλίο κυκλοφορει σε ελληνική μετάφραση της  Νίκης Προδρομίδου από τις εκδόσεις  Printa.



ΥΠΟΘΕΣΗ:
 Ο Ισαάκ, ένας νεαρός Αυστραλός φωτογράφος, ταξιδεύει στην Ευρώπη. Όλη του τη ζωή ονειρευόταν την Ευρώπη της καλλιέργειας και της ευμάρειας που εξυμνούσε ο πατέρας του στις ιστορίες του, την Ευρώπη στο κέντρο του πολιτισμού. Όμως πίσω από την πρόσοψη μιας ενοποιημένης και παγκοσμιοποιημένης σύγχρονης κοινωνίας, ανακαλύπτει μια γη ρημαγμένη από την ιστορία, έναν τόπο στοιχειωμένο ες αεί από τα φαντάσματα του ανείπωτου παρελθόντος του. Στο ορεινό χωριό όπου γεννήθηκε η μητέρα του, ξεθάβει αλλοτινούς τρόμους που ποτέ δε γαλήνεψαν και ίσως ποτέ να μη γαληνέψουν. Με αφετηρία έναν παλιό, ξεχασμένο μύθο, ο συγγραφέας επιχειρεί ένα στοχασμό πάνω στη βία και την τραγωδία της σύγχρονης ευρωπαϊκής ιστορίας. Το Νεκρή Ευρώπη είναι μια συνταρακτική ιστορία φαντασμάτων που μιλά για τον πόθο, το ρατσισμό, την εκδίκηση, το αίμα. Ο πολυβραβευμένος Ελληνοαυστραλός συγγραφέας μάς παραδίδει ένα εξαιρετικό μυθιστόρημα για τις αλήθειες και τα ψέματα της μυθολογίας και της ιστορίας.




ΜΙΑ ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ :
Χρήστος Τσιόλκας  : «Η Eυρώπη πεθαίνει στα Βαλκάνια»

Ο Χρήστος Τσιόλκας, Αυστραλός με ελληνικές ρίζες, γνωστός από τη βραβευμένη ταινία της Άνα Κόκκινος Head On, η οποία βασίστηκε στο βιβλίο του Loaded, μιλάει για το καινούριο του βιβλίο, Dead Europe (Νεκρή Ευρώπη), τους «Μακεδόνες» γείτονές του, την αριστερά και την ιστορία που δεν τελειώνει ποτέ στα Βαλκάνια.

Το πρώτο του βιβλίο, το Loaded, κυκλοφόρησε το 1995. Κέρδισε τους κριτικούς και το ενδιαφέρον της Άνα Κόκκινος που το μετέφερε στον κινηματογράφο με τον τίτλο Head On. Το δεύτερο, το Jesus Man, «βούλιαξε» και κάποιοι βιάστηκαν να μιλήσουν για «αστέρι του ενός βιβλίου». Το πρόσφατο τρίτο του βιβλίο, η «Νεκρή Ευρώπη» (Dead Europe), του χάρισε συγγραφικό στάτους και χαρακτηρισμούς όπως «κλασσικός» και «ελπίδα ενός νόμπελ για την Αυστραλία», πριν καλά καλά κλείσει τα 40. Ο Χρήστος Τσιόλκας δεν φαίνεται να νοιάζεται για όλα αυτά. Συνεχίζει να εργάζεται ως νοσοκόμος κτηνιατρείου, κι αρνείται να παίξει τον διανοούμενο εσωτερικών χώρων. Οι γονείς του ήταν βιομηχανικοί εργάτες, αυτός ένα παιδί μεγαλωμένο στην ελληνική καρδιά της Μελβούρνης που από τα φοιτητικά του χρόνια έδινε το παρόν στο λογοτεχνικό γίγνεσθαι της πατρίδας του. Αριστερός, ομοφυλόφιλος, με τον ίδιο σύντροφο από τα 80ς, με ερωτική με τη γραφή, ο Χρήστος Τσιόλκας δεν δηλώνει Έλληνας και δεν επιθυμεί να συγκινήσει καταφεύγοντας σε κλισέ. Γι’ αυτό και συγκινεί ουσιαστικά, ακόμη κι αν διαφωνείς μαζί του.

Κάποιοι κριτικοί είχαν βιαστεί να σας χαρακτηρίσουν «συγγραφέα του ενός βιβλίου». Τώρα, μετά τη «Νεκρή Ευρώπη», πολλοί σας χαρακτηρίζουν ως «επόμενο αυστραλό κλασσικό». Σέβεστε την κριτική, σας επηρεάζει;

Είναι ο χρόνος κι όχι η κριτική που σηματοδοτεί την πραγματική αξία ενός έργου. Αν εμπιστεύεσαι τα καλά λόγια των κριτικών θα πρέπει να εμπιστευτείς και τα κακά. Η κατάσταση της δημοσιογραφίας στην Αυστραλία είναι φρικτή. Τα πρότυπά μας είναι όλο και περισσότερο εμπορικά και «αμερικάνικα» και με ανησυχεί η έλλειψη κριτικού χώρου για την αληθινή διανοητική αντιπαράθεση. Δεν είναι θέμα αν εμπιστεύομαι τους κριτικούς. Είναι θέμα αν εμπιστεύομαι τη δημοσιογραφία. Ωστόσο θα επιθυμούσα να ακούσω ευρωπαϊκές κριτικές στο «Νεκρή Ευρώπη». Καλές και κακές.

Ο πρώτος, κι ως τώρα μόνος, νομπελίστας της Αυστραλίας, ο Πάτρικ Γουάιτ, ήταν επίσης ομοφυλόφιλος. Και, διάβαζα για σας σε μια κριτική, σε φόρουμ του ίντερνετ ότι, αν συνεχίσετε έτσι, και το δεύτερο νόμπελ της Αυστραλίας θα δοθεί σε ομοφυλόφιλο. Υπάρχει σχέση στη δουλειά σας και σ αυτή του Γουάιτ;

Ο Πάτρικ Γουάιτ έγραψε στην παράδοση του μοντερνισμού του τελευταίου αιώνα και σε μια Αυστραλία που κατανοούσε τον εαυτό της ως μέλος της Βρετανικής Κοινοπολιτείας. Δεν αισθάνομαι μέρος αυτής της παράδοσης. Ήταν σημαντικό για μένα να δω τον εαυτό μου ως μέρος μιας υβριδικής πολυπολιτισμικής κουλτούρας που οι επιρροές της έρχονται από παντού. Την ίδια στιγμή, αναγνωρίζω ότι γράφω στα αγγλικά κι ότι το γραμμένο στα αγγλικά μυθιστόρημα έχει τεράστια επιρροή στη δουλειά μου. Αυτή η επιρροή, πάντως, είναι κυρίως από τις ΗΠΑ. Ένας από τους λόγους που ήθελα να ερευνήσω το θέμα του αντισημιτισμού στην Νεκρή Ευρώπη, ήταν πως, η πρώτη λογοτεχνία που μου μίλησε, ως παιδιού μεταναστών, ήταν τα γραπτά εβραιοαμερικάνων του 20ου αιώνα, όπως ο Μέηλερ, ο Ροθ. Γράφουν για την μεταβατική κουλτούρα των μεταναστών όπως οι βρετανοί κι οι αυστραλοί δεν έγραψαν ποτέ.

Η εποχή που οι συγγραφείς δούλευαν πέντε κι έξι χρόνια σε ένα βιβλίο μοιάζαν να έχουν περάσει ανεπιστρεπτί. Εσείς όμως «ομολογείτε» ότι σας πήρε χρόνια η «Νεκρή Ευρώπη» (Dead Europe).

Μου πήρε πολύ καιρό να γράψω την «Νεκρή Ευρώπη» γιατί πιστεύω ότι το μυθιστόρημα χρειάζεται αυτή την δέσμευση και την πειθαρχία. Το βιβλίο ξεκίνησε ως μη λογοτεχνικό – αυτή ήταν η αρχική μου πρόθεση. Ήθελα να γράψω έναν απολογισμό από την πλευρά ενός αυστραλού που οι ρίζες του βρίσκονται στην Ευρώπη, που ταξιδεύει στη σύγχρονη Ευρώπη και προσπαθεί να αντιληφθεί τι βλέπει εκεί. Πολύ σύντομα ήταν προφανές ότι αυτή η προσέγγιση ήταν ανεπαρκής, από την άποψη ότι η τεράστια ιστορία και πολιτική του εικοστού αιώνα φτηναίνει όταν γίνεται ταξιδιωτικό ημερολόγιο. Ακόμη, στην έρευνά μου, ανακάλυψα την εβραϊκή ιστορία των Βαλκανίων και μου θύμισε τις ιστορίες φαντασμάτων που ο πατέρας μου μου έλεγε όταν ήμουν μικρός. Όταν άρχισα να σκέφτομαι το βιβλίο σα μυθιστόρημα και μια ιστορία φαντασμάτων, άρχισα να ενθουσιάζομαι μ’ αυτό και με τη μεταφορά του αίματος και της βαμπιρικής κυριότητας ως μιας μεθόδου να εξετάσω την πολύπλοκη ιστορία της Ευρώπης του 20ου αιώνα, και της διασποράς των λαών της, και μαζί να εξετάσω την πραγματικότητα της σύγχρονης μετακομμουνιστικής Ευρώπης.
Όπως καταλαβαίνετε, είχα να κάνω με πολύπλοκα, αμφιλεγόμενα και τεράστια θέματα. Δεν ήθελα να βιαστώ ή να δώσω το βιβλίο στον εκδότη πριν με ικανοποιήσει το αποτέλεσμα. Βλέπω την συγγραφή σαν λειτούργημα και σαν τεχνουργία. Είναι μια επιλογή ζωής κι είναι ένα τεχνούργημα προς το οποίο εργάζεσαι όλη τη ζωή σου. Νομίζω ότι υπάρχει ένας κίνδυνος στην «λατρεία της διασημότητας» που σήμερα συνοδεύει το συγγραφέα κι ένας κίνδυνος να μετατραπείς σε παραγωγική μηχανή. Γι αυτό κι είναι σημαντικό για μένα να εργάζομαι, πέρα από τη συγγραφή βιβλίων, θεατρικών, ταινιών, και σε δουλειές που δεν έχει καμμία σχέση με τον κόσμο της λογοτεχνίας. Ξέρω πως οι απόψεις που για την συγγραφή θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν ρομαντικές ή μοναστικές. Ας είναι. Επιμένω στη θέση μου ότι η «χολλυγουντοποίηση» της γραφής παράγει προϊόντα κι όχι βιβλία.

Τα βιβλία για τα «φαντάσματα πάνω από την Ευρώπη», τη θρησκεία, την πολιτική έμοιαζαν επίσης ν ανήκουν στο παρελθόν. Φέρνετε πίσω το είδος ολοζώντανο. Ήταν θέμα έρευνας ή ο τρόπος που αντιμετωπίζετε τη λογοτεχνία που σας οδήγησε;

Η ιστορία κι η επιστροφή της… Η κατάρρευση της ΕΣΣΔ πριν από 15 χρόνια, συνοδεύτηκε από μία ευφορική πρόσκληση για το «τέλος της ιστορίας». Φυσικά, αυτή η ευφορία, η καπιταλιστική και δυτική, αγνόησε το γεγονός ότι για την πλειονότητα του κόσμου, η ιστορία συνέχιζε να είναι λόγος αγώνων, διεκδικήσεων και ζωής. Φυσικά και η ιστορία δεν «τελείωσε» στο Ισραήλ και την Παλαιστίνη, δεν τελείωσε στην Αφρική, την Ανατολική Ευρώπη, τα Βαλκάνια, την Ασία, την Νότιο Αμερική ή τη Μέση Ανατολή. Ο δυτικός κόσμος υποχρεώθηκε βίαια να θυμηθεί την επιστροφή της ιστορίας στις 11 Σεπτεμβρίου του 2001. αυτό ήταν το χαστούκι που μας θύμισε ότι όχι μόνο η ιστορία αλλά και η θρησκεία είναι ολοζώντανες και γεμάτες δύναμη κι ότι τα φαντάσματα του ιμπεριαλισμού και του πολέμου δεν έχουν αναπαυτεί. Η «Νεκρή Ευρώπη» άρχισε να γράφεται πριν κηρυχθεί ο «πόλεμος κατά της τρομοκρατίας», κι άρχισε να γράφεται γιατί κάποιοι από μας είχαμε αρχίσει να βλέπουμε αυτή την Νέα Εποχή να έρχεται.

Δεν ξέρω πώς να εργαστώ ως συγγραφέας σήμερα, χωρίς να αρχίσω να παλεύω με αυτά τα ερωτήματα. Περικλείουν την αντιπαράθεση μεταξύ των κοσμικών φιλοσοφιών και της θρησκευτικής πίστης, της φύσης της δημοκρατίας και του κεφαλαίου, τα αποτελέσματα της νέο-αποικιοκρατίας, τη φύση της εξορίας, της προσφυγιάς και της διασποράς. Είναι μια από τις ευθύνες μας, ως διανοούμενοι, να καταπιαστούμε με αυτά τα ερωτήματα και παρότι είναι πειρασμός για μένα η επιστροφή στην ομορφιά, δηλαδή σε μια δουλειά καθαρά ελιτιστική κι αισθητική, αυτό αποτελεί πολυτέλεια την παρούσα στιγμή. Η αποτυχία του κομμουνισμού ως πολιτικού συστήματος απαιτεί από τους διανοούμενους να κατανοήσουν ότι όποιες απαντήσεις δόθηκαν ήταν συγκυριακές. Μπορεί η λογοτεχνία να μην προσφέρει «λύσεις» ή «τελείες». Κι αυτή είναι όντως η περίπτωση της «Νεκρής Ευρώπης». Αλλά αν θεωρήσει κανείς ότι η λογοτεχνία δεν έχει το δικαίωμα να θέτει ερωτήματα για την ιστορία και τον πολιτισμό, κάνει ένα πολύ επικίνδυνο βήμα. Πιστεύω ότι η τέχνη κι η λογοτεχνία πρέπει να συνεχίσουν να θέτουν ερωτήματα. Επιβάλλεται.

Γιατί η Ευρώπη «πεθαίνει» στα Βαλκάνια;

Η Ευρώπη δεν πεθαίνει στα Βαλκάνια αλλά αυτό που μου φαίνεται ότι συμβαίνει στα Βαλκάνια είναι πως, εκεί η Ευρώπη αναγνωρίζει την ίδια της την κατασκευή, τα όριά της και τις δυνατότητές της. Πρέπει να καταλάβετε ότι, ως Αυστραλού, η Ευρώπη που μας παρουσιάζεται σαν ρομάντζο είναι η Ευρώπη της Δύσης. Τα Βαλκάνια, όντας η ιστορική γεωγραφική περιοχή όπου οι αυτοκρατορίες πολέμούσαν για γη και οριοθέτηση συνόρων είναι και ο τόπος όπου η Ευρώπη τελειώνει γεωγραφικά αλλά επίσης και το σημείο όπου η Ευρώπη επεκτείνεται, όπως με την ένταξη της Ανατολικής Ευρώπης στην ΕΕ. Δεν μπορώ να προβλέψω τι θα βγει από αυτό, αλλά θεωρώ ότι το πρώτο τεστ αυτής της ευρωπαϊκής επέκτασης έγινε στη Γιουγκοσλαυία, κι η δυτική Ευρώπη απέτυχε στις πρώτες εξετάσεις.

Ο θάνατος στην «Νεκρή Ευρώπη» είναι τριπλός. Είναι ο θάνατος του κομμουνισμού, ο θάνατος της αγροτικής τάξης, μιας τάξης που ήταν κρίσιμα χριστιανική, μουσουλμανική και εβραϊκή, μία ακόμη υπενθύμιση για τη Δυτική Ευρώπη ότι τα σημερινά της «προβλήματα» με μη-χριστιανούς δεν είναι νέο φαινόμενο αλλά ένα δεδομένο της ευρωπαϊκής δομής για πάνω από χίλια χρόνια. Ο τελικός θάνατος είναι ένας θάνατος που έρχεται από τον πόλεμο και το ρατσισμό και τη μισαλλοδοξία. Γενικά, αυτός ο «θάνατος» συμβολίζεται πιο σκληρά και σκανδαλιστικά στο Ολοκαύτωμα του Β παγκοσμίου πολέμου. Αλλά, κάθε χώρα και κάθε τόπος έχει τη δική του εκδοχή αυτού του «θανάτου». Στην Ελλάδα, μετά τον πόλεμο ήρθε ο εμφύλιος.

Είναι τα Βαλκάνια «Ευρώπη» με τον τρόπο που οι δυτικοευρωπαϊκές χώρες είναι «Ευρώπη»;

Διστάζω να απαντήσω αυτή την ερώτηση καθώς δεν είναι ευρωπαίος αλλά αυστραλός – έστω κι αν η κληρονομιά μου είναι ελληνική. Ο ήρωας του βιβλίου μου, ο Ισαάκ, καταλήγει πως αυτό το ερώτημα πρέπει να το απαντήσουν οι ευρωπαίοι και πως σήμερα η Ευρώπη αποπειράται ακριβώς να δώσει μιαν απάντηση. Ως αυστραλός με ρίζες σε μετανάστες, αυτό που μπορώ να πω είναι ότι αυτό που με έσπρωξε να γράψω το βιβλίο ήταν ο ρατσισμός κατά των μεταναστών και των προσφύγων, που είδα τη δεκαετία του 90 στην Ευρώπη. Ρατσισμός που κατευθύνονταν κατά αράβων κι αφρικανών αλλά και κατά σλάβων, ρώσων, αλβανών και σέρβων. Ρατσισμός που μου θύμισε το ρατσισμό που οι γονείς μου αντιμετώπισαν στην Αυστραλία. Παραδόξως, όταν εγκατέλειψα την Ελλάδα την τελευταία φορά που ήρθα, το 2000, ένοιωθα πιο κοντά στους αλβανούς μετανάστες παρά στους «Έλληνες». Και τα εισαγωγικά χρειάζονται γιατί για μένα οι αλβανοί, οι ρώσοι, οι πακιστανοί στην Ελλάδα είναι έλληνες. Αυτό μου δίδαξε η ζωή μου ως γιού μεταναστών στην Αυστραλία.

Η Ευρώπη λέει ότι θέλει να δεχθεί την Ανατολή και τα Βαλκάνια στην κοινότητά της. Αλλά αυτά είναι ρητορική της κοινότητας. Την ίδια ώρα όλα τα ευρωπαϊκά κράτη που επισκέφθηκα επιδεικνύουν άγχη και ρατσισμό σχετικά με τη θέση του «μετανάστη» ή του «εξόριστου». Μου φαίνεται προβληματικό ότι το ζήτημα της Ευρώπης και ποια έθνη δομούν την «αυθεντική» Ευρώπη καθορίζεται από τα έθνη-κλειδιά της δυτικής Ευρώπης, από την ΕΕ. Ως κάποιος που βρίσκεται έξω από όλα αυτά, θα ήθελα να δω την ΕΕ, τη «Δυτική Ευρώπη» να κατανοεί τι χρειάζεται να κάνει για να συμφιλιωθεί με την Ανατολή. Ή, για να βάλω κι εγώ ένα ερώτημα, πρέπει η ιστορία κι ο πολιτισμός της Ανατολικής Ευρώπης να εκμηδενιστεί ή να περιοριστεί σε θεματικά πάρκα για τους ανατολικοευρωπαίους και τους βαλκάνιους ώστε να επιτραπεί σε αυτούς τους λαούς να αξιώσουν την «ευρωπαϊκότητά» τους;



Από ότι φαίνεται έπαιξε σημαντικό ρόλο στο έργο σας και το Μακεδονικό Ζήτημα.

Η Νεκρή Ευρώπη ξεκίνησε, κατά κάποιο τρόπο, με το Μακεδονικό Ζήτημα. Θυμάμαι τους Έλληνες Αυστραλούς και τους Μακεδόνες Αυστραλούς να συζητούν για το νόημα της λέξης «Μακεδονία» τις αρχές της δεκαετίας του 90, κι ήθελα να ερευνήσω το ερώτημα έξω από τους εθνικισμούς και των δύο. Έτσι, ξεκίνησα να ερευνώ την ιστορία της περιοχής κι ανακάλυψα μια εβραϊκή σεφαραδίτικη ιστορία που ούτε οι Έλληνες ούτε οι Μακεδόνες παραδέχονταν. Τότε συνειδητοποίησα ότι τα Βαλκάνια είναι ένας τόπος πολυεθνικός και πολυθρησκευτικός.

Σε προσωπικό επίπεδο, μεγάλωσα με Μακεδόνες. Στην αυστραλιανή ρατσιστική αργό, τους αποκαλούμε Μάκος (Macos). Ήξερα ότι τα μακεδονίτικα είναι μια γλώσσα διαφορετική από τα ελληνικά. Κι αυτό συνεπάγεται την αναγνώριση μιας πολιτιστικής, γλωσσικής και γεωγραφικής κληρονομιάς και πραγματικότητας για τους Μακεδόνες. Ωστόσο, παρότι αυτά είναι ξεκάθαρα για μένα, θέλω να εκφράσω και την αηδία μου και τη θλίψη μου για τον τρόπο που ενθαρρύνθηκε και πραγματοποιήθηκε η διάλυση της Γιουγκοσλαβίας. Μια ελπίδα για μιαν πολυπολυτισμική εθνότητα καταστράφηκε από τη βία του πολέμου και από την ξεκάθαρη καπιταλιστική έγκριση σε αυτή τη διάλυση.

Περιγράφετε το βιβλίο σας σαν «διάλογο με το Θεό». Προέρχεστε από θρησκευόμενο περιβάλλον;

Οι γονείς μου ήταν θρήσκοι αλλά ευτυχώς με ισχυρές αντικληρικές θέσεις. Έτσι, διδάχθηκα και την ορθόδοξη πίστη και την καχυποψία προς τον κλήρο. Ρωτήσατε γιατί το βιβλίο πήρε επτά χρόνια να γραφτεί. Ένας από τους λόγους είναι ότι δεν ήξερα πως θα γινόταν ένας διάλογος με το Θεό. Πίστευα ότι είχα εγκαταλείψει τη θρησκεία πίσω μου από τον καιρό της εφηβείας, όταν δεν μπορούσα να συμφιλιώσω την ορθόδοξη πίστη με τη σεξουαλικότητά μου. Όμως, επειδή ένα από τα θέματα του βιβλίου είναι ο αντισημιτισμός, για να προχωρήσω χρειάστηκε να διαβάσω το Κοράνι και να ξαναδιαβάσω τη Βίβλο. Βρέθηκα ακόμη μια φορά να ασχολούμαι με το Λόγο του Θεού. Είναι κρίσιμο να θυμόμαστε ότι ένα από τα πράγματα που δένουν τις μονοθεϊστικές πίστεις του Αβραάμ είναι η σημασία του Λόγου. Πως γνωρίζουμε το Θεό ως εβραίοι, μουσουλμάνοι ή χριστιανοί; Ένας από τους τρόπους είναι μέσα από το Λόγο Του. Έτσι επέλεξε ο Θεός να μας αποκαλυφθεί. Αυτό εξηγεί τον κεντρικό ρόλο της Τοράχ στον Ιουδαϊσμό, του Κορανίου στο Ισλάμ και των Γραφών στη Χριστιανοσύνη. Διαβάζοντας το Λόγο του Θεού ξανάπεσα στον αγώνα για λύτρωση, μετάνοια, που ήταν αυτό που ζητούσα από την θρησκεία όταν ήμουν μικρός. Αλλά τώρα, είμαι ευτυχώς ενήλικας. Ήθελα να απαντήσω στους φονταμενταλιστές με τους δικούς τους όρους. Αν αυτά λένε για τη σεξουαλικότητα και το σώμα μου, αν αυτός είναι ο Λόγος του Θεού, που στέκομαι, που στέκεται ο Ισαάκ στη Νεκρή Ευρώπη; Με το διάβολο; Και τότε, ποιες είναι οι συνέπειες;

Πιστεύω πως μια από τις ειρωνείες της σύγχρονης ιστορίας είναι ότι ξεχνώντας την σημασία της θρησκείας και της πίστης στην ανθρώπινη εμπειρία, η κοσμική Δύση βρίσκεται τώρα στην αναζήτηση τρόπου με τον οποίο θα συσχετιστεί με κουλτούρες και ταυτότητες που αρνούνται το κοσμικό κράτος, τον υλισμό. Ένας από τους κινδύνους της δυτικής απάντησης είναι να αντιμετωπίσει τον θρησκευτικό φονταμενταλισμό με τον φονταμενταλισμό της κοσμικής δημοκρατίας. Θέλησα να ασχοληθώ σοβαρά με το θέμα της θρησκευτικής πίστης και εμπειρίας, παρ ότι ο ίδιος δεν θρησκεύω πια. Η θρησκεία δεν είναι το παρελθόν. Δεν είναι ένα φάντασμα. Ακόμη διαμορφώνει το παρόν μας.

Έχετε γράψει: «δημιουργούμε πνευματικότητες που δεν ζητούν πειθαρχία ή θυσία. Πέστε το Νέα Εποχή (New Age), και πάλι θα βρωμά παρακμή».

Ως κάποιος που βίωσε την θρησκευτική πίστη, γνωρίζω ότι η πίστη απαιτεί από τον πιστό ήθος και ηθική. Όλες οι μεγάλες θρησκείες αναγνωρίζουν την αλήθεια του ανθρώπινου πόνου, που δεν είναι απλώς πόνος του ατόμου. Οι μεγάλες θρησκείες, σε δύση κι ανατολή, μας υποδεικνύουν πώς να μετέχουμε στη ζωή, την κοινωνία και την οικογένεια. Οι ηθικοί κώδικες της θρησκείας μας προκαλούν να είμαστε καχύποπτοι στην ίδια μας την απληστία, την λαγνεία, τη ζήλια. Είναι καχύποπτος προς τη θρησκευτικότητα που είναι ατομοκεντρική κι ένα είδος ψυχοθεραπείας αντί να είναι μια πρακτική πίστης και «καλών έργων» – αυτή η φράση έχει νόημα και στην Ιουδαιοχριστιανοϊσλαμική παράδοση και στη βουδιστική. Τα καλά έργα είναι κοινωνική αντίληψη και είναι αναγκαία. Ακόμη και στα πιο υπαρξιακά τους, οι μεγάλες θρησκείες δεν το ξεχνούν αυτό. Η θρησκεία, η πνευματικότητα, η πίστη δεν είναι προϊόντα σούπερ μάρκετ, να τα αγοράζεις για μια δύο σαιζόν και μετά να τα πετάς. Και μ αυτό το διττό τρόπο βρίσκω την παρακμή στη νέα εποχή: στον ατομοκεντρισμό της και στο μάρκετινγκ της θρησκευτικής εμπειρίας. Η πνευματικότητα παίρνει διαζύγιο από την πίστη και μετατρέπεται σε μία ακόμη επιθυμία.

Όπως βλέπετε δεν υπήρξα ικανός να αποβάλλω πλήρως το χριστιανικό μου χιτώνα – κι ούτε είναι κάτι που το θέλω. Αν κι είμαι έτοιμος να σταθώ απέναντι στην Ιουδαιοχριστιανοϊσλαμική παράδοση κι εξουσία κι είμαι έτοιμος να πολεμήσω τους κώδικες και τις εξουσίες, ακόμη σέβομαι το Λόγο.



"Ενας κόσμος σε αποσύνθεση"  
του Γιώργου Kορδομενίδη
Μόλις δέκα χρόνια χωρίζουν τη νουβέλα «Κατά μέτωπο», πρώτο βιβλίο του αγγλόφωνου, ελληνικής καταγωγής (γεν. Μελβούρνη, 1965), Χρήστου Τσιόλκα και το τρίτο, το πολυσυζητημένο μυθιστόρημα «Νεκρή Ευρώπη». Εκτοτε, ο ίδιος αναδείχθηκε σε έναν από τους σημαντικότερους σύγχρονους πεζογράφους της Αυστραλίας, κυρίως χάρη στο ανέκδοτο ακόμη στα ελληνικά μυθιστόρημά του «Το χαστούκι».Ανάμεσα στα δύο βιβλία υπάρχουν κοινά στοιχεία: και εδώ ο πρωταγωνιστής-αφηγητής, ο 35χρονος φωτογράφος Ισαάκ Ράφτης, είναι γιος Ελλήνων μεταναστών στην Αυστραλία,  και βρίσκεται σε ένα μακρύ ταξίδι ενηλικίωσης στη Γηραιά Ηπειρο, για να βρει τις οικογενειακές του ρίζες αλλά και για να δει από κοντά την Ευρώπη των μεγάλων ιστορικών ρευμάτων που γνώρισε από τα σχολικά βιβλία. Kαταλήγει όμως να ψηλαφεί τα ποικίλα τραύματά της, τα φαντάσματα που τη στοιχειώνουν και τις γκρίζες της προοπτικές, με κατοίκους κουρασμένους, απαισιόδοξους και παραιτημένους..Ειδικά για τη σύγχρονη Ελλάδα, η κριτική ματιά του είναι αδυσώπητη , χωρίς να διολισθαίνει σε εύκολο καταγγελτικό λόγο. Ο Τσιόλκας έχει ακτινογραφήσει τη βαθιά κοινωνική κρίση και δεν διστάζει να πει τα πράγματα με το όνομά τους. Από την Ελλάδα στη Βενετία, το Παρίσι, την Πράγα, το Βερολίνο, το Λονδίνο και το Κέμπριτζ, ο Ισαάκ συναντά μια Ευρώπη τριπλά νεκρή: εξαιτίας των εκατομμυρίων πολιτών της που χάθηκαν στους παγκόσμιους και τοπικούς πολέμους του εικοστού αιώνα, εξαιτίας του θανάτου του κομμουνιστικού ιδεώδους αλλά και της αγροτικής τάξης, από την οποία προέρχεται ο αφηγητής.Ο τελευταίος δεν φωτογραφίζει για να κριτικάρει την ευρωπαϊκή εικόνα, είναι απλώς ο καταγραφέας της αποσύνθεσής της. Δεν επινοεί την κατάρρευση του ανατολικού μπλοκ και την επίθεση του νεοφιλελευθερισμού, τις ορδές των μετοίκων από χώρες μακρινές κι από άλλες ηπείρους, το σύγχρονο δουλεμπόριο, τον αέναο κύκλο του αίματος: όλα αυτά έχουν συμβεί και τον περιμένουν να τα αποτυπώσει. Παράλληλα, σκιτσάρει εικόνες από τη ζωή στην Αυστραλία των Ελλήνων μεταναστών, ζωντανεύει τη σχέση του με τον επί μακρόν σύντροφό του και προβληματίζεται για τον ρόλο της τέχνης του.Το ταξίδι όμως του Ισαάκ στη Γηραιά Ηπειρο είναι ο ένας από τους δύο άξονες της αφήγησης. Πηγαίνοντας στο χωριό της μητέρας του, στην ορεινή Ευρυτανία, ο Ισαάκ έρχεται αντιμέτωπος με βαθιά θαμμένα μυστικά από τον καιρό της Κατοχής και, κυρίως, από τον ανελέητο εξολοθρεμό των Ελλήνων εβραίων. Αυτή την παλιά ιστορία, διαποτισμένη με ψέματα και δεισιδαιμονίες, την παρακολουθούμε σε ενδιάμεσα κεφάλαια, που δανείζονται το κλίμα τους από τα παραμύθια και τις λαϊκές δοξασίες.Το γράψιμο του Τσιόλκα, σφιχτό, νευρώδες, γεμάτο ένταση αλλά και με σχεδόν εμμονικές αναφορές στα πάθη της σάρκας, τις σωματικές οσμές και εκκρίσεις, το αίμα, χτυπάει εξίσου και στον εγκέφαλο και στο στομάχι.Παρόλο που κρατώ επιφυλάξεις για το φινάλε του βιβλίου και τον τρόπο με τον οποίο συγκλίνουν η νεορεαλιστική αφήγηση και ο μαγικός ρεαλισμός, θεωρώ τη «Νεκρή Ευρώπη» ιδιαίτερα σημαντικό βιβλίο αλλά και λαμπρό δείγμα του τι μπορεί να καταφέρει ένας ταλαντούχος συγγραφέας, συνδυάζοντας το παθιασμένο γράψιμο με τη βαθιά γνώση του θέματός του.Είναι ανώφελο να ανα-αφηγηθεί κανείς την «υπόθεση» της «Νεκρής Ευρώπης», αφού αυτή είναι απλώς η βάση, προκειμένου ο Τσιόλκας να μιλήσει για το πώς συντρίβει η Ιστορία τις ζωές των απλών ανθρώπων, για τη θρησκεία, την πολιτική, τις ιδεολογίες, τη μετανάστευση, τις έννοιες της πατρίδας και της ταυτότητας...Μυθιστόρημα με πολλά επίπεδα, πολιτικό κατά βάση, η «Νεκρή Ευρώπη» είναι βιβλίο απαισιόδοξο για το πιθανό μας μέλλον.Η μετάφραση της Νίκης Προδρομίδου συμβάλλει αποφασιστικά στην αναγνωστική απόλαυση. (πρωτη δημοσιευση στην Καθημερινή) 






Τα παιδιά του πολέμου ( Lore) της Cate Shortland


LORE (Τα παιδιά του πολέμου)



Πρώτη προβολή στο πλαίσιο του 53ου Φεστιβαλ Κινηματογραφου Θεσσαλονίκης 
ΦPINTA ΛIAΠΠA:   Σάββατο, 3 Νοεμβρίου 2012 - 19:45
OΛYMΠION: Κυριακή, 11 Νοεμβρίου 2012 - 18:00



Σκηνοθεσία: Cate Shortland
Σεναριο: Cate Shortland, Robin Mukherjee, βασισμένο στο ομώνυμο βιβλίο της  Rachel Seiffert
Φωτογραφία: Adam Arkapaw
Μουσική: Max Richter
Παιζουν: Saskia Rosendahl
Kai Malina
Ursina Lardi
Nele Trebs
Mika Seidel
André Frid
Hans-Jochen Wagner
Eva-Maria Hagen




Βραβεια - Συμμετοχές:

Επίσημη υποψηφιότητα της Αυστραλιας στα Οσκαρ ξενόγλωσσης ταινίας
Καλύτερη ταινία στο Φεστιβαλ Αμβούργου
Hamptons International Film Festival 2012                       
Cinematography Award       Best Cinematography Adam Arkapaw
Golden Starfish Award         Jeremy Nussbaum
Prize for Provocative Fiction Cate Shortland
Narrative Feature Cate Shortland
Βραβείο κοινοι στο Φεστιβαλ Λοκάρνο
Βραβειο πρωτοεμφανιζομενης σκηνοθετιδος στο Valladolid International Film Festival
Επίσημη συμμετοχη στο Φεστιβαλ του Σιδνευ
Επίσημη συμμετοχη στο Φεστιβαλ του Τορόντο
Επίσημη συμμετοχη στο Φεστιβαλ του Ριο ντε Τζανειρο
Επίσημη συμμετοχη στο Φεστιβαλ του Λονδίνου
Επίσημη συμμετοχη στο Φεστιβαλ του Αμβούργου
Επίσημη συμμετοχη στο Φεστιβαλ της Στοκχόλμης
Χωρα παραγωγής: Γερμανία, Αυστραλία, Αγγλία
Ετος παραγωγης: 2012
Γλώσσα: Γερμανικά
Διαρκεια : 90



ΥΠΟΘΕΣΗ :
Άνοιξη του 1945 κι ο γερμανικός στρατός καταρρέει. Η 14χρονη Λόρε καλωσορίζει σπίτι τον πατέρα της, αξιωματικό των SS, στο σπίτι τους στη Βαυαρία. Η χαρά, όμως, θα διακοπεί άμεσα, καθώς οι γονείς της επιβάλλεται να εξαφανίσουν κάθε ίχνος της σχεσης τους με τους ναζί. Φωτογραφίες, ντοκουμέντα και ιατρικά ανακοινωθέντα καίγονται. Η μητέρα μαζεύει τα κοσμήματα, ο πατέρας πυροβολεί τον σκύλο και η οικογένεια τρέχει για να αποφύγει τους συμμάχους. Όταν, όμως, οι γονείς συλλαμβάνονται, η μικρή Λόρε μένει μόνη με τα αδέλφια και την αδελφή της που είναι ακόμα βρέφος. Μόνη της επιλογή, να τους οδηγήσει σε μια απόσταση 900 χιλιομέτρων ως το σπίτι της γιαγιάς.