Πέμπτη 13 Σεπτεμβρίου 2012

ΝΙΚΩΝΤΑΣ ΤΟ ΣΚΟΤΑΔΙ της Ανιέσκα Χόλαντ



ΝΙΚΩΝΤΑΣ
ΤΟ ΣΚΟΤΑΔΙ
(In Darkness)

της Ανιέσκα Χόλαντ

Βασισμένο σε πραγματικά γεγονότα

Βασιμένο στο βιβλίο του Ρόμπερτ Μαρσάλ
"In the Sewers of Lvov: A Heroic Story of Survival from the Holocaust"

             Robert Wieckiewicz Benno Fürmann Agnieszka Grochowska
Maria Schrader Herbert Knaup Marcin Bosak Julia Kijowska

Γλώσσα: Πολωνικά - Γερμανικά - Ουκρανικά - Εβραϊκά

                   Διάρκεια: 145’

ΣΥΝΟΨΗ

Το Μάρτιο του 1943, η όμορφη πόλη Λβιβ της Πολωνίας, βρίσκεται υπό ναζιστική κατοχή.
Οι αδύναμοι ζουν εις βάρος των ακόμα πιο αδύναμων, οι φτωχοί κλέβουν από τους λιγότερους φτωχούς. Κάπου κοντά στον πάτο αυτής της αλυσίδας βρίσκεται ο Λέοπολντ Σόχα, ένας μικροκλέφτης. Ο Λέοπολντ γνωρίζει όσο κανείς άλλος το λαβύρινθο των υπονόμων και των σηράγγων κάτω από την πόλη, κι αυτό του έχει εξασφαλίσει μια δουλειά στις αποχετεύσεις.
Υπάρχει ωστόσο μια ομάδα ανθρώπων στη Λβιβ, που βρίσκονται σε χειρότερη μοίρα από εκείνον – οι Εβραίοι. Μαζεμένοι σε γκέτο, λιμοκτονούν και ζουν σε άθλιες συνθήκες. Μπροστά στο κίνδυνο της καταστροφής του γκέτο, ο Λέοπολντ καλείται να τους βοηθήσει και να τους κρύψει υπογείως. Η τιμωρία για βοήθεια στους Εβραίους είναι δημόσιος απαγχονισμός, αλλά χρειάζεται τα χρήματα που θα του δώσουν απελπισμένα.  
Όσο ο κίνδυνος να αποκαλυφθεί μεγαλώνει, θα απομακρυνθεί αλλά η μοίρα και η συνείδηση του θα τον φέρουν να προστατεύσει τη νέα του οικογένεια με κάθε κόστος.


Η ΣΚΗΝΟΘΕΤΗΣ

Η Ανιέσκα Χόλαντ, γεννήθηκε στη Βαρσοβία, κι αποφοίτησε από τη Σχολή Κινηματογράφου της Πράγας το 1971. Ξεκίνησε την καριέρα της ως βοηθός σκηνοθέτη στον Κριστόφ Ζανούσσι, και με μέντορα την Αντρέι Βάιντα. Το ντεμπούτο της ήταν το “An Evening at Abdons“ (1975) και η πρώτη μεγάλου μήκους ταινία της το “Provincial Actors“ (1978), που απέσπασε και το Διεθνές Βραβείο των Κριτικών στο Φεστιβάλ Καννών το 1980.
Το «Europa Europa» (1990) ήταν υποψήφιο για Όσκαρ Καλύτερου Σεναρίου και για Χρυσή Σφαίρα. Η Χόλαντ είχε άλλη μια υποψηφιότητα για Όσκαρ Καλύτερης Ξενόγλωσσης Ταινίας το 1985 με το «Angry Harvest».
Συνεργάστηκε με τον Κριστόφ Κιζλόφσκι στο σενάριο της τριλογίας «Three Colours» (1993). Το 2008, το Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης της Νέας Υόρκης την τίμησε με μια αναδρομή σε όλες τις ταινίες της.


Φιλμογραφία


W Ciemnosci – Νικώντας το σκοτάδι(2012)         
Copying Beethoven - Αντιγράφοντας τον Μπετόβεν (2006)                                 
Washington Square - Η Κληρονόμος (1997)                                 
Total Eclipse - Καταραμένη Σχέση (1995)                         
The Secret Garden - Ο Μυστικός Κήπος (1993)                           
Europa Europa (1992)         Σεναριογράφος                   
To Kill a Priest - Υπόθεση Δολοφονίας (1988)     
Bittere Ernte (1986) 
                         
Βραβεία και διακρίσεις

Υποψήφια για Όσκαρ Καλύτερης ξενόγλωσσης ταινίας 2012 (Πολωνία)

Επίσημη Συμμετοχή Φεστιβάλ Τορόντο 2011

Επίσημη Συμμετοχή Φεστιβάλ Τελλουρίντ 2011

Βραβείο Καλύτερης Φωτογραφίας Γιολάντα Ντιλέβσκα - Camerimage

Βραβείο Καλύτερης Ταινίας – Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφους της Πολωνίας 2012

Βραβείο Κοινού – Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου St. Louis

Βραβεία Καλύτερου Ά Ανδρικού Ρόλου, Καλύτερης Φωτογραφίας, Β’ Γυναικείου Ρόλου – Πολωνικά Βραβεία Κινηματογράφου 2012

Υποφιότητα για Βραβεία Καλύτερων Κοστουμιών, Σκηνοθεσίας, Καλυτερης Μουσικής, Παραγωγής & Σεναρίου – Πολωνικά Βραβεία Κινηματογράφου 2012
Υποψήφια για Βραβείο Κριτικών – Βραβεία Broadcast Film Critics Association

Υποφιότητα για Βραβείο Κοινού – Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου Δουβλίνου 2012

Υποφιότητα για Βραβεία Μοντάζ, Ήχου, Καλύτερου Προσαρμοσμένου Σεναρίου-
Βραβεία Genie

11 σχόλια:

Seven Film Gallery είπε...

Η έμπειρη σκηνοθέτις και σεναριογράφος Ανιέσκα Χόλαντ, συνεργάτης του Κισλόφσκι και του Ζανούσι και δημιουργός ενός συνολικού έργου με ευαισθησία και αποτελεσματικότητα, αποκαλύπτει μια πλευρά του Ολοκαυτώματος που συντίθεται απο τα παράγωγα του -μικρό: μικρές στιγμές μιας ομάδας καταδιωγμένων Εβραίων στις τελευταίες μέρες του πολέμου σε μια μικρή πόλη της Πολωνίας, μικρότητες και μικροπρέπειες στη συμπεριφορά πολλών απο τους αυτούς τους πρωταγωνιστές και τους θύτες, αποτέλεσμα της αναγωγής της ζωής σε μια άδικη και άνιση μάχη για επιβίωση, σε έναν μικρόκοσμο που έχει κατά συνθήκη αντικαταστήσει το σπίτι τους, στους υπονόμους της κωμόπολης, με συμπτωματικό ήρωα έναν μικροαπατεώνα, αρχικά ελάσσονος σημασίας, ο οποίος καταλήγει να διαδραματίσει έναν σημαντικό ρόλο σε μια πραγματική ιστορία, που αντιδιαστέλλει το τραγικό μεγαλείο μιας απο τις κρισιμότερες σελίδες της σύγχρονης Ιστορίας, σε μια σφιχτή εξιστόρηση της ανθρώπινης πλευράς των γεγονότων. Η Χόλαντ κινείται με ευελιξία και σταθερό ρυθμό απο τον πάνω στον κάτω κόσμο, και κάνει σωστά τη δουλειά που ανέλαβε, αποσπώντας πολλές διακρίσεις και μια υποψηφιότητα για Όσκαρ καλύτερης ταινίας- τη δεύτερη της μετά το Angry Harvest. Κι ενώ δεν υπάρχει τίποτε μεμπτό στο Νικώντας το Σκοτάδι, οι δυο μεγαλύτεροι "εχθροί"της ταινίας, πέρα απο την επαναλαμβανόμενη χρήση του Ολοκαυτώματος για κινηματογραφικούς σκοπούς, είναι οτι η Λίστα του Σίντλερ είναι μακράν ανώτερο φιλμ με ήρωα και πάλι έναν μη-Εβραίο που σώνει Εβραίους με ανορθόδοξο τρόπο, και επίσης το Europa Europa, μια ταινία της Χόλαντ, τοποθετημένη στον ίδιο χώρο και χρόνο, σαφώς πιο πρωτότυπη και συναρπαστική.
ΘΟΔΩΡΗΣ ΚΟΥΤΣΟΓΙΑΝΝΟΠΟΥΛΟΣ (LIFO)

Seven Film Gallery είπε...

Yποψήφια για όσκαρ, φόρος τιμής της, από εβραίο πατέρα, Πολωνίδας Aνιέσκα Χόλαντ στο Ολοκαύτωμα. Λβιβ, στην γερμανοκρατούμενη Πολωνία. Οι ναζί ετοιμάζουν την «Τελική Λύση» και την καταστροφή του εβραϊκού γκέτο. Την πόλη μετά τον αποκλεισμό των εβραίων, ουσιαστικά λειτουργούν οι Ουκρανοί, και μεταξύ τους ο φτωχοδιάβολος Λέοπολντ. Αυτός, σαν δημοτικός υπάλληλος συντήρησης έχει αναγορευτεί βασιλιάς των υπονόμων. Mέσα από το δίκτυο, μπουκάρει σε πλούσια σπίτια και τα ξαφρίζει. Όταν θα αντιληφθεί προσπάθεια των εβραίων να δραπετευσουν χρησιμοποιώντας τους υπονόμους, από τη μια θα ξυπνήσει μέσα του ο... businessman, ενώ από την άλλη κάποιες ευαίσθητες χορδές πάλλονται αναγκάζοντάς τον να δώσει χείρα βοηθείας και μάλιστα αφιλοκερδώς... Mε τον τενόρο του «Kαλά Xριστούγεννα» Μπένο Φύρμαν. Αρκούντως σκοτεινή, σκληρή, απελπιστικά αργή, αφοπλιστικά ειλικρινής. Aκόμη μια μαρτυρία περί Oλοκαυτώματος κατατίθεται. Όσοι πιστοί προσέλθετε...

H οικογένεια του πατέρα της σκηνοθέτιδας αποδεκατίστηκε εκείνη την εποχή από την βάρβαρη δράση των σημερινών «σωτήρων» μας.
ΝΙΚΟΣ ΚΟΥΛΑΥΤΑΚΗΣ ( CINEMAD.GR)

Seven Film Gallery είπε...

ΤΡΑΧΙΕΣ, "ΒΡΟΜΙΚΕΣ" ΕΙΚΟΝΕΣ ΠΟΥ ΥΠΟΝΟΜΕΥΟΝΤΑΙ ΑΠΟ ΕΝΑ ΔΙΑΡΚΗ ΣΥΝΑΙΣΘΗΜΑΤΙΚΟ ΕΚΒΙΑΣΜΟ, ΕΥΚΟΛΑ ΔΡΑΜΑΤΙΚΑ ΚΛΙΣΕ, ΠΡΟΚΑΤ ΗΘΙΚΑ ΔΙΛΗΜΜΑΤΑ ΚΑΙ ΜΙΑ ΣΕΙΡΑ ΓΡΑΦΙΚΩΝ, ΕΝΤΕΛΩΣ ΠΡΟΒΛΕΨΙΜΩΝ ΧΑΡΑΚΤΗΡΩΝ. ΜΕ ΑΛΛΑ ΛΟΓΙΑ, ΕΝΑ ΒΑΣΙΣΜΕΝΟ ΣΕ ΑΛΗΘΙΝΑ ΓΕΓΟΝΟΤΑ ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΔΡΑΜΑ ΜΕ ΘΕΜΑ ΤΟ ΟΛΟΚΑΥΤΩΜΑ, ΥΠΟΨΗΦΙΟ ΓΙΑ ΞΕΝΟΓΛΩΣΣΟ ΟΣΚΑΡ.
Χρηστος Μήτσης (ΑΘΗΝΟΡΑΜΑ)

Seven Film Gallery είπε...


Βασισμένο στο βιβλίο του Ρόμπερτ Μάρσαλ «Στους Υπονόμους της Λβιβ», το σενάριο του Ντέιβιντ Γ. Σάμουν θα μπορούσε να δημιουργήσει μία εντελώς διαφορετική ταινία: ένα αντιπολεμικό μελό, που θα πατούσε πάνω σε κάθε υπάρχουσα μινόρε χορδή για να εκβιάσει συναίσθημα μπροστά στην τραγωδία του Ολοκαυτώματος. Δε χρειάζεται άλλωστε και πολύ. Η καταγεγραμμένη ιστορικά θηριωδία των Ναζί γνωρίζει πώς να απευθυνθεί κινηματογραφικά στην συλλογική ντροπή μας.

Ομως στη σκηνοθετική καρέκλα δεν κάθεται ο Στίβεν Σπίλμπεργκ, αλλά η βετεράνος Πολωνή σκηνοθέτιδα Ανιέσκα Χόλαντ (που ξεκίνησε την καριέρα της στη δεκαετία του 70 δίπλα στον Αντρέϊ Βάιντα και τον Κριστόφ Ζανούσι). Σ' ένα δύσκολο (τόσο συναισθηματικά όσο και τεχνικά) έργο, η Χόλαντ επιχειρεί μία 145λεπτη κάθοδο στο σκοτάδι, το πραγματικό και το συμβολικό. Μία ταινία όχι ακριβώς ρεαλιστική στη φόρμα (το απαράμιλλο σκηνοθετικό στιλ δεν επιτρέπει να τη χαρακτηρίσουμε νατουραλιστική), αλλά συνειδητά αληθινή στο πώς σφυροκοπεί τις αισθήσεις - με καθαρόαιμη φρίκη.

Δεν μας χαρίζεται η Χόλαντ. Οπως ο Πολάνσκι στον «Πιανίστα» του, έτσι κι εκείνη δεν ενδιαφέρεται τόσο να σε περιηγήσει στην ιστορική καλλιγραφία της εποχής, όσο να σε κάνει να νιώσεις στο πετσί σου την μεγαλύτερη αγωνία από όλες: την επιβίωση. Κινηματογραφεί την μπόχα των κλειστοφοβικών υπονόμων με ανελέητη ένταση, απελπισία, θάνατο. Αυτό όμως που κάνει στα εξωτερικά της πλάνα, εκεί όπου έχει πέσει σκότος στην ανθρωπιά, είναι πραγματικά αβάσταχτο. Μία σκηνή όπου γυμνές γυναίκες κάθε ηλικίας τρέχουν στο δάσος κυνηγημένες από Ναζί και βγάζοντας κραυγές ζώων (όταν αυτά ξέρουν ότι οδηγούνται στη σφαγή), κινηματογραφείται με την κάμερα στον ώμο - σαν εφιαλτική οπτική ταχυπαλμία. Το μίσος στα πρόσωπα, η κακουχία στα σώματα, η αναλωσιμότητα της ανθρώπινης ζωής - όλα αφήνουν στίγμα στην κάμερα της Χόλαντ, χωρίς όμως να υπογραμμίζονται. Κι αυτό τα κάνει ακόμα πιο αβάσταχτα. Πιο αληθινά.

Με τη βοήθεια της φωτογράφου της, Γιολάντα Ντιλέφσκα, η Χόλαντ δημιουργεί έναν Ανω Κόσμο μίας δυσβάσταχτης πραγματικότητας, μίας γκρι, βαριάς αέναα συννεφιασμένης ιστορικής συγκυρίας. Κι έναν Κάτω Κόσμο μολυσμένης, χωρίς αρκετό οξυγόνο ελπίδας, όπου οι φιγούρες των Εβραίων ημιφωτίζονται αρχικά ως βυζαντινές αγιογραφίες, για να καταλήξουν σε τρομαγμένα σκελετωμένα πρόσωπα σαν τα φαντάσματα το Εγκον Σίλε.

Το μεγαλύτερο ατού της ταινίας όμως είναι ο υπέροχος πρωταγωνιστή της. Ο αντιήρωάς της. Η ερμηνεία του Ρόμπερτ Βιέκεβιτς απέχει πολύ από το συνηθισμένο κινηματογραφικό «σχήμα» του οπορτουνιστή που στην τρίτη πράξη μεταμορφώνεται σε σωτήρας. Το σκληρό του πρόσωπο, η εργατικής τάξης στόφα του, η απλοϊκή του συμπεριφορά τον κάνει πιστευτό. Κι όταν απλά η ανθρωπιά του παίρνει -φυσικά, αβίαστα- το τιμόνι, η συγκίνηση μεγιστοποιείται.

Υπάρχει μία μακάβρια ομορφιά στην ταινία της Χόλαντ. Μία επώδυνη να την κοιτάς τέχνη στην λεπτομέρεια του σινεμά της. Ενα σινεμά που θα ήταν τέλειο αν δεν υπέκυπτε στην κλεισούρα της διάρκειάς του (δεν αντέχονται 145 λεπτά στο σκοτάδι), αλλά και στην παγίδα κάποιων στερεότυπων σκηνών συναισθηματικής κορύφωσης στο φινάλε του.

Της το συγχωρούμε. Είναι αναγκαίο ένα τέτοιο σινεμά στις μέρες μας. Να ορθώνει ανάστημα και να προβληματίζει για τα κοινωνικά εγκλήματα που ανδρώθηκαν και πάλι μέσα από τον οικονομικό τρόμο. Να αντιπαραβάλλεται στα youtube βίντεο από τις γειτονιές της πόλης μας, όπου η βία παγώνει το μεδούλι των σύγχρονων κατατρεγμένων και εσύ κοιτάς βουβός και μουδιασμένος από το παράθυρο προσπαθώντας να επιλέξεις. Φως ή σκοτάδι;
ΠΟΛΥ ΛΥΚΟΥΡΓΟΥ (FLIX.GR)

Seven Film Gallery είπε...

Δεκατρείς μήνες πριν από το τέλος του Β΄Παγκοσμίου Πολέμου, στην υπό ναζιστική κατοχή πόλη Λβοβ της Πολωνίας, ένας συντηρητής υπονόμων και μικροαπατεώνας, δράττει την ευκαιρία για να κερδίσει χρήματα βοηθώντας μια ομάδα Εβραίων του γκέτου να επιβιώσει στα βρωμερά υπόγεια της πόλης... Αληθινή ιστορία που μεταφέρθηκε στο βιβλίο του Ρόμπερτ Μάρσαλ με τίτλο «Στους υπονόμους της Λβοβ: Μια ηρωική ιστορία επιβίωσης από το Ολοκαύτωμα», το κατοχικό δράμα της βετεράνου Ανιέσκα Χόλαντ επιτυγχάνει σαν ασφυκτικό, σκοτεινό θρίλερ μεταφέροντας όχι μόνο τη δυσοσμία και την κλειστοφοβία στους ελάχιστα φωτισμένους διαδρόμους των υπονόμων αλλά και μέσα από την παράδοξη ανθρώπινη ρουτίνα εντός τους, την αστείρευτη ανάγκη και ικανότητα του ανθρώπου για επιβίωση.
Αυτό χάρη στην εξαίρετη φωτογραφία και την άψογη καλλιτεχνική διεύθυνση που όμως δεν αρκούν για να καλύψουν την επιδερμική προσέγγιση του σεναρίου σε ό,τι αφορά τη διαχείριση των χαρακτήρων και των ηθικοπλαστικών - θρησκευτικών μοτίβων που τόσες φορές έχουμε ξαναδεί στο σινεμά («Λίστα του Σίντλερ») .
ΓΙΑ ΟΣΚΑΡ
Το «Νικώντας το σκοτάδι» ήταν φέτος υποψήφιο για Οσκαρ καλύτερης ξενόγλωσσης ταινίας.
Αντα Δαλιάκα (ΕΘΝΟΣ)

Seven Film Gallery είπε...

Οι βαρβαρότητες των ναζιστών κατά τη διάρκεια του Β' Παγκοσμίου Πολέμου επιστρέφουν για ακόμη μία φορά στην μεγάλη οθόνη μέσω της ταινίας «Νικώντας το σκοτάδι» («In darkness», Πολωνία, 2011) που σκηνοθέτησε η Πολωνή Ανιέσκα Χόλαντ, φτάνοντας μάλιστα ως τις υποψηφιότητες των Οσκαρ (το έχασε δικαιότατα από το «Ενας χωρισμός» του Ασγκάρ Φαρχαντί).

Βαριά και μέσα στην ένταση, η ταινία ανιχνεύει την καθημερινότητα των κατοίκων της πολωνέζικης πόλης ενώ αγωνίζονται να γλιτώσουν με όποιον τρόπο μπορούν. Συγκλονιστικές σκηνές ωμής βίας με γυναίκες να τρέχουν ολόγυμνες στα δάση γνωρίζοντας ότι θα πεθάνουν, εκτελέσεις εν ψυχρώ στους δρόμους, μαρτύρια που προκαλούν ανατριχίλα. Τα έχουμε δει δεκάδες φορές, τα ξέρουμε. Την ίδια ώρα η ταινία μας υπενθυμίζει πόσο εύκολα μπορεί να χαθεί η ανθρωπιά μέσα στις συνθήκες χάους. Κι αυτό το ξέρουμε. Κι ότι οι εβραίοι την πάτησαν περισσότερο από όλους; Ε, αυτό κι αν το ξέρουμε!

Το εύρημα της ταινίας (αν μπορεί κανείς να το χαρακτηρίσει εύρημα) είναι ότι οι κατατρεγμένοι δεν είναι μια ενωμένη «αγία» γροθιά μπροστά στον κοινό εχθρό. Αντιθέτως, ο καθένας μόνος προσπαθεί με όποιον τρόπο μπορεί να σωθεί ακόμη και αν αυτό σημαίνει τον θάνατο του άλλου. Ο σώζων εαυτόν σωθήτω που λέμε.

Η Χόλαντ κινηματογραφεί με όρεξη την υστερία, ο φακός κουνιέται διαρκώς σαν να ακολουθεί με αυτόν τον τρόπο το λαχάνιασμα της αγωνίας όσων προσπαθούν να σωθούν. Αυτό όμως συχνά γίνεται κουραστικό, ενώ φέρνοντας στο μυαλό σου παλιές αλλά και πρόσφατες πολωνέζικες ταινίες που είχαν επίσης τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο σε πρώτο πλάνο (από το θρυλικό «Κανάλ» του Αντρέι Βάιντα μέχρι τον «Πιανίστα» του Ρόμαν Πολάνσκι), κάπου νιώθεις ότι το όλο θέμα έχει πια εξαντληθεί.
ΓΙΑΝΝΗΣ ΖΟΥΜΠΟΥΛΑΚΗΣ (ΤΟ ΒΗΜΑ)

Seven Film Gallery είπε...

Τα σκέτα γεγονότα, αλλά και η προσεγμένη αισθητική στα αρτιστίκ πλάνα της ταινίας, αποτελούν ισχυρό επιχείρημα. Δηλαδή, και μόνο το ότι, εκείνα τα χρόνια –Μάρτη του 1943, εν προκειμένω– κάποιοι άνθρωποι βίωναν πράγματι τέτοια εξαθλίωση και απελπισία κάνει την τελευταία ταινία της γνωστής πολωνέζας σκηνοθέτιδας άξια προσοχής. Παρακολουθούμε, το λοιπόν, τον Λεοπόλντ Σόχα (πολύ καλός ο Βίκιεβιτς), έναν μικροαπατεώνα που καθαρίζει και τους υπόνομους της πόλης Λβοβ. Εκεί ακριβώς, στους υπονόμους όπου κρύβει τα διάφορα κλοπιμαία του, ο Σόχα θα συναντήσει στο ίδιο υπόγειο, υγρό μονοπάτι καμιά 40αριά Εβραίους που έχουν δραπετεύσει από το υπό κατάργηση ναζιστικό γκέτο. Είναι από πιτσιρίκια, μέχρι εξασθενημένοι γέροντες... Έχοντας αρχικά ως κίνητρο να βγάλει όσα περισσότερα λεφτά και κοσμήματα μπορεί από τις παζαρεμένες ή αυθόρμητες προσφορές των καταδιωκόμενων φυγάδων, ο Λεοπόλντ αποφασίζει να βοηθήσει τους Εβραίους να επιβιώσουν –εν αναμονή της επίσημης απελευθέρωσης της πόλης. Η απόφασή του αυτή, που αντιβαίνει στις βουλές του γερμανού κατακτητή, ξενίζει γνωστούς και την οικογένεια... Συν τω χρόνω, όμως, εκείνο που θα κυριαρχήσει εντός του παραδόπιστου ευεργέτη είναι μια αίσθηση προσφοράς και ανθρωπισμού προς κάποιους –όσους επέζησαν, τέλος πάντων– από τους Εβραίους του υπόνομου.

Βασισμένη στα αληθινά γεγονότα που πραγματεύεται ο Ρόμπερτ Μάρσαλ στο βιβλίο του «Στους υπονόμους του Λβοβ: Μια ηρωική ιστορία επιβίωσης του Ολοκαυτώματος», η ταινία έχει ένα μεγάλο «υπέρ»: αποστρέφεται, χαμηλότονα αλλά σθεναρά, οποιονδήποτε εξωραϊσμό των διωκόμενων Εβραίων. Και ο μοιχός υπάρχει ανάμεσά τους, και ο κλεφτάκος, και η υστέρω, και οι σαλεμένοι, οι μικροπρεπείς, οι πανικόβλητοι, οι απλοί καθημερινοί άνθρωποι που χάνουν μονομιάς την αξιοπρέπειά τους. Αλλά συνεχίζουν, μολαταύτα, να ζουν... Η αποτύπωση αυτής της πτυχής της άθλιας ζωής στους υπονόμους, μέσα από αδιάκοπα υποφωτισμένα και κοντινά πλάνα, όσο κι αν είναι πιστή και καθάρια, ε, κάποια στιγμή αρχίζει και κουράζει, 145 λεπτά είναι αυτά. Και ιδιαιτέρως ανακουφίστηκα με την περί οπτικής ικανότητας παρατήρηση του θρυλικού υπερατλαντικού σινεκριτικού, Ρότζερ Έμπερτ: «Το “In Darkness” έχει τις καλύτερες των προθέσεων, αλλά είναι ένα βαρετό μοιρολόι που βολοδέρνει αδικαιολόγητα πολύ σε υπονόμους και στύβει όση περισσότερη κατήχηση μπορεί από σκηνές τόσο υποφωτισμένες που αγγίζουν το σκοτάδι». Όντως.

Τατιάνα Καποδίστρια (tospirto.net)

Seven Film Gallery είπε...

Πιστεύω πως όλο το ζουμί της ταινίας, θα μπορούσε κάλλιστα να συνοψιστεί στη λέξη "σκοτάδι" του τίτλου της. Σκοπός της, φαίνεται να είναι να δημιουργήσει περισσότερο, στο θεατή, μια αίσθηση της μαυρίλας, στην οποία οι Εβραίοι της πόλης Lvov αναγκάστηκαν να ζήσουν για 14 ολόκληρους μήνες, παρά να παρουσιάσει τα γεγονότα του πολέμου.
Η Agnieszka Holland (σκηνοθέτης) με την επιλογή της διάρκειάς της ταινίας, της ποσότητας των προσώπων που, αρχικά, συμμετέχουν στο έργο, την αναλογία των πλάνων που είναι κάτω από την επιφάνεια της γης με τα εκτός των υπονόμων, το φωτισμό και τα χρώματα που έχει επιλέξει να χρησιμοποιήσει, εμφυτεύει, ουσιαστικά, στο θεατή μια ψυχολογία παρόμοια με αυτή της ομάδας των πρωταγωνιστών της.
Αξίζει ν' αναφέρω ότι αρκετές φορές, ο θεατής, θα νιώσει, με την αλλαγή του χώρου εξέλιξης της πλοκής (πάνω-κάτω), μια ενόχληση στα μάτια του, παρόλο που τα χρώματα που χρησιμοποιεί στην επιφάνεια της γης δεν είναι έντονα και φωτεινά, αλλά βασίζεται περισσότερο στο λευκό του πάγου και την ψυχρότητά του.
Στην ταινία, παράλληλα, αναπτύσσονται διάφορα νοήματα και παρουσιάζονται οι ανθρώπινες σχέσεις, αλλά κι η ανθρώπινη αντοχή και θέληση. Η διάρκεια της, όμως, που όπως προανέφερα αποσκοπεί κι αυτή, με τη σειρά της, στην δημιουργία μιας αίσθησης σκοταδισμού, δεν τα αφήνει να γίνουν εύκολα κατανοητά, με μια μόνο προβολή, από το θεατή. Χρησιμοποιεί, βέβαια, διάφορα μοτίβα, που αν μη τι άλλο, επειδή δεν είναι αναμενόμενα, θα μείνουν στο μυαλό του κοινού. Για παράδειγμα, υπάρχει μια σκηνή στην οποία βλέπουμε ότι ακόμα κι εν καιρώ πολέμου μπορεί να υπάρξουν ανθρώπινες και προσωπικές διαφωνίες, όπως και το γεγονός ότι τα παιδιά, ακόμα και στους υπονόμους, έχουν το δικαίωμα της αθωότητας και του παιχνιδιού.
Οι ηθοποιοί που πλαισιώνουν την ταινία είναι καταπληκτικοί κι άκρως αληθινοί. Ο Robert Wieckiewicz δίνει ρεσιτάλ ως ο σύνδεσμος του πάνω και του κάτω κόσμου. Δεν αφήνει να φανεί στο βλέμμα του ο φόβος, μήπως τον ανακαλύψουν οι Γερμανοί, αλλά παρόλα αυτά με κάποιον περίεργο τρόπο, ο θεατής, νιώθει ότι ο ήρωας φοβάται, όμως, είναι αποφασισμένος να επιβιώσει και το κρύβει. Οι Εβραίοι, πάλι, αλλά κι οι ήρωες που ζουν και κινούνται στον πάνω κόσμο, μοιάζουν σα να 'ναι βγαλμένοι από την Πολωνία της δεκαετίας του '40.
Η δουλειά που έχει γίνει στην ταινία είναι εξαιρετική, όμως, καταφέρνει "σκοπίμως" να κουράσει τον θεατή, με τους αργούς ρυθμούς της, τη διάρκειά της, αλλά και τα συνεχή σκουρόχρωμα πλάνα της και δεν μπορώ να πω ότι, εν τέλει, ο ντόρος που έχει γίνει γύρω από το όνομά της ή ακόμα κι η υποψηφιότητά της για Oscar ξενόγλωσσης, της αξίζουν πραγματικά. Δεν είναι, σίγουρα, κάτι περισσότερο από μια απλώς καλή ταινία για το είδος της κι ειδικά σε σύγκριση με παλαιότερες, που πραγματεύονται το ίδιο θέμα, σαφώς και δεν μπορεί να υπερισχύσει.
Παρόλα αυτά, όμως, θα την πρότεινα σε όποιον αρέσει ο Ευρωπαϊκός κινηματογράφος κι οι αργοί ρυθμοί του, τονίζοντας, όμως, ότι εδώ η επιλογή της ταχύτητας δεν αποσκοπεί στην εντύπωση της φωτογραφίας, στο μυαλό του θεατή, αλλά στη δημιουργία μιας αίσθησης, όχι ιδιαίτερα επιθυμητής. Μπορεί όντως, να μην μπορεί να συγκριθεί με τον "Πιανίστα" ή με τη "Λίστα του Σίντλερ", αλλά ακριβώς το ότι είναι διαφορετική, αν μη τι άλλο, είναι ενδιαφέρον.
Μαριλένα Ιωαννου(to-see-nema.blogspot.gr)

Seven Film Gallery είπε...

Ήταν μια από τις περυσινές, άγνωστες εκπλήξεις στην τελική πεντάδα του Όσκαρ ξένης ταινίας. Αν και γνωστή για το έργο της η Ανιέσκα Χόλαντ, αυτή η πολωνική καταβύθιση στο εβραϊκό ολοκαύτωμα κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, παρέμενε στα χαμηλά και μόλις τώρα βγαίνει στη χώρα μας.

Μπορεί να ιδωθεί και ως μια άλλη “Λίστα του Σίντλερ”, πιο χαμηλών κυβικών βέβαια, μια και η βοήθεια του κυρίου Σόχα στους Εβραίους φυγάδες που προσπαθούν να σωθούν βρίσκοντας καταφύγιο στους υπονόμους της πόλης, είναι ένα άκρως συγκινητικό έπος διάρκειας 150 λεπτών περίπου. Αυτό πάντως που επικρατεί είναι ένα σκοτάδι, μια καταχνιά, αφού ο αγώνας της επιβίωσης είναι σκληρός και αδυσώπητος.

Κατά τα λοιπά, οι δικές μου ενστάσεις είναι πάντοτε στο θέμα. Γιατί, το ομολογώ, δεν μπορώ πια να βλέπω ταινίες για τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο και το Ολοκαύτωμα, το κυνηγητό ή τον διωγμό των Εβραίων. Και αυτό καθότι το θέμα έχει εκατό τοις εκατό εξαντληθεί και οι όποιες μικρές ή μεγάλες ιστορίες, σαν κι αυτή εδώ, που ανακαλύπτονται και κινηματογραφούνται σε διάφορες πόλεις ή χώρες, δεν προσθέτουν κάτι καινούριο αλλά απλώς αναμοχλεύουν τα γνωστά.
Νέστορας Πουλάκος ( Seven Art)

Seven Film Gallery είπε...

Κάποιες φορές, η εικόνα μιλάει από μόνη της. Αν και σπάνιο, μια ιστορία μπορεί να ξεπερνά την αδηφάγα κριτική και να χαράζει μόνη της έναν δρόμο που στρώθηκε και χτίστηκε με πόνο και κόπο. Μια τέτοια ιστορία είναι η ιστορία του «In Darkness». Η ταινία που ήταν υποψήφια στα Oscar του 2012 στην κατηγορία της Καλύτερης Ξενόγλωσσης ταινίας, επιλέγει να παραθέσει τα αληθινά γεγονότα που συνέβησαν στους υπονόμους του Lvov, με έναν τρόπο ευαίσθητο και κυρίως ρεαλιστικό. Εκείνες τις μέρες, λοιπόν, οι άνθρωποι έχασαν την ανθρώπινη ιδιότητά τους, την περηφάνεια, την αξιοπρέπεια, τις μνήμες τους, και αφέθηκαν στο ένστικτο της επιβίωσής τους. Δεν είναι η πρώτη φορά που βλέπουμε τις απάνθρωπες συνθήκες στις οποίες περιήλθαν οι Εβραίοι όταν έγιναν κυνηγετική λεία των Ναζί...

Στο «In Darkness», το ανθρώπινο πείσμα και η θέληση βρίσκονται στην θέση που τους αρμόζει: στην κορυφή. Υπάρχουν σκηνές στα δίκτυα των υπονόμων που κάνουν το «Schindler's List» του μεγάλου Steven Spielberg, να μοιάζει ελλιπές, όσον αφορά τα βάσανα και τις κακουχίες. Σε ολόκληρη την ιστορία, υπάρχουν αμέτρητες φορές που οι άνθρωποι πέρασαν δύσκολα, εξαθλιώθηκαν και ταπεινώθηκαν. Όπως στην ταινία του John Ford «The Grapes of Wrath» και το ομώνυμο βιβλίο του John Steinbeck. Όμως τα επίπεδα της εξαθλίωσης των Εβραίων κατά τη διάρκεια του αποτρόπαιου "headhunting" των Ναζί, δεν χωράνε στον ανθρώπινο νου. 14 μήνες έμειναν οι Εβραίοι στους υπονόμους του Lvov, παρέα με ποντίκια, αρρώστιες, ακαθαρσίες και τους Γερμανούς πάνω από τα κεφάλια τους. Στο σκοτάδι, σε βιώματα που δεν είχαν φανταστεί ποτέ. Πώς να αντισταθείς στην αλήθεια αυτής της εικόνας;

Η δουλειά της Agnieszka Holland είναι αρκετά καλή. Όμως τα περισσότερα μπράβο τα οφείλουμε στην φωτογραφία της Jolanta Dylewska, που φωτίζει τους, αποπνικτικά σκοτεινούς, υπονόμους και ζωντανεύει τους χαρακτήρες. Το μυθιστόρημα του Robert Marshall 'In the Sewers of Lvov: A Heroic Story of Survival from the Holocaust', στο οποίο και βασίζεται η ταινία, ίσως να μην μπορούσε να έχει καλύτερη κινηματογραφική μεταφορά. Η αυτοθυσία του χριστιανού υδραυλικού (και η ερμηνεία του Robert Wieckiewicz) αποτελεί μάθημα, ένα μάθημα ανθρωπιάς που πρέπει να χωρέσει στην νοοτροπία κάθε ανθρώπου. Και οι εικόνες των ανθρώπων που έζησαν στο σκοτάδι, παράδειγμα πρός αποφυγή, για κάθε μελλοντικό καλοθελεητή.

Όταν οι Εβραίοι βγήκαν από τους υπονόμους ύστερα από 14 μήνες, ένα από τα παιδιά είπε: "Μαμά, φοβάμαι πάμε πάλι μέσα". Ακόμα και ο υπόνομος μπορεί να γίνει σπίτι, αν χρειαστεί. Ο μύθος του σπηλαίου του Πλάτωνα, είναι πάντα επίκαιρος. Η αλήθεια δεν είναι ποτέ εύκολη. Ισως να μην μπορέσουμε ποτέ να καταλάβουμε την αλήθεια της ηρωικής αυτής πράξης. Τα ανθρώπινα εγκλήματα είναι αναρίθμητα και όσο νωρίτερα το καταλάβουμε τόσο το καλύτερο γα όλους μας...
ΠΕΤΡΟΣ ΚΑΛΟΓΕΡΑΣ ( cinemanews.gr)

Seven Film Gallery είπε...

Ο άνθρωπος έχει τεράστια αποθέματα δύναμης. Είναι στιγμές που απορεί κανείς με τη δύναμη που κρύβουμε μέσα μας προκειμένου να επιβιώσουμε. Και υπάρχουν αρκετές αληθινές ιστορίες που το επιβεβαιώνουν, όπου άνθρωποι κατάφεραν να βγουν ζωντανοί, παλεύοντας με συνθήκες που ούτε οι ίδιοι θα μπορούσαν πριν να φανταστούν πως θα τα καταφέρουν.
Μια τέτοια ιστορία μας αφηγείται η Ανιέκσα Χόλαντ με την ταινία «Νικώντας το σκοτάδι» (W ciemnosci), στην οποία αποθεώνεται η δύναμη και η πίστη για τη ζωή.
Βασισμένη σε αληθινή ιστορία, όπως καταγράφεται στο βιβλίο του Ρόμπερτ Μάρσαλ «Στους υπονόμους του Λβοβ: Μια ηρωική ιστορία επιβίωσης από το Ολοκαύτωμα», η Χόλαντ μας βυθίζει στο σκοτάδι. Μας οδηγεί κάτω από τη γη, στους υγρούς και βρώμικους υπονόμους της πολωνικής πόλης Λβοβ. Αυτό είναι το σκηνικό της, σχεδόν ολόκληρη η ταινία είναι γυρισμένη στον υπόγειο και γεμάτο βρομόνερα λαβύρινθο που για 15 μήνες εκτός από τους αρουραίους, φιλοξένησε και κάποιους άλλους κατοίκους οι οποίοι δεν ήταν καθόλου συνηθισμένοι σε τέτοιες συνθήκες διαβίωσης.
Μάρτιος 1943 και στο γκέτο του Λβοβ οι Εβραίοι υφίστανται από τους γερμανούς ναζιστές και τους συνεργάτες τους κάθε είδους εξευτελισμό. Οι πολωνοί κάτοικοι της πόλης ζουν μέσα στη φτώχια και προσπαθούν με κάθε τρόπο να επιβιώσουν. Ο Λέοπολντ (Πόλντεκ) Σόχα μαζί με το σύντροφό του Μούντεκ εργάζονται στη συντήρηση των υπονόμων της πόλης. Για να συμπληρώσουν ο ισχνό τους εισόδημα επιδίδονται σε μικροκλοπές. Όταν οι Γερμανοί αποφασίζουν να εξοντώσουν τον πληθυσμό του γκέτο μια ομάδα Εβραίων βρίσκει καταφύγιο στους υπονόμους. Εκεί τους ανακαλύπτει ο Λέοπολντ και οι δυστυχείς φυγάδες αναγκάζονται να δεχτούν τη βοήθειά του, φυσικά με το αζημίωτο. Ο Λέοπολντ είναι ο μοναδικός άνθρωπος που μπορεί να τους οδηγήσει μέσα στους δαιδαλώδεις διαδρόμους και να τους κρύψει. Ο συμφεροντολόγος κλέφτης βλέπει την ευκαιρία να κερδίσει χρήματα ενώ σκοπεύει στο τέλος να τους καταδώσει για να πάρει και τα χρήματα της επικήρυξης. Τους οδηγεί σε ένα ασφαλές μέρος και τους επισκέπτεται καθημερινά εφοδιάζοντάς τους με τρόφιμα. Όμως η καθημερινή επαφή μαζί τους παίζει καταλυτικό ρόλο επάνω του. Ο απατεώνας εργάτης των υπονόμων αρχίζει να αλλάζει και να θεωρεί τους κυνηγημένους Εβραίους ως οικογένειά του την οποία πρέπει να προστατεύσει. Και για να το καταφέρει βάζει σε κίνδυνο ακόμη και τη ζωή του παρά το γεγονός πως οι δυστυχείς δεν έχουν πλέον χρήματα να τον πληρώσουν.
Μέσα σε ένα κλειστοφοβικό ντεκόρ, μέσα στα βρομόνερα και τους αρουραίους, η Ανιέκα Χόλαντ σκηνοθετεί μια ηρωική και συγκινητική ιστορία επιβίωσης αλλά και συνειδητοποίησης. Από τη μια μεριά οι Εβραίοι που ζουν 15 μήνες μακριά από το φως της ημέρας κι από την άλλη ο Λέοπολντ που ανακαλύπτει την καλή πλευρά του εαυτού του.
Η σκηνοθεσία κινείται στο δρόμο του ακαδημαϊσμού, χωρίς ιδιαίτερη πρωτοτυπία. Η Χόλαντ επέλεξε να σταθεί περισσότερο στη δύναμη που κρύβει η ίδια η ιστορία αποφεύγοντας συνειδητά (;) να επιδοθεί σε σκηνοθετικές ακροβασίες. Ιδιαίτερη σημασία φαίνεται να δίνει στους χαρακτήρες και ιδιαίτερα σε εκείνον του Λέοπολντ. Με αυτόν τον τρόπο διεκπεραιώνει με επιτυχία την αφήγηση των γεγονότων, χωρίς να επιδιώκει η ταινία της να μείνει στην ιστορία του σινεμά, μέσα από μια άρτια παραγωγή.
Δε συμφωνώ πως το θέμα του Ολοκαυτώματος έχει εξαντληθεί κινηματογραφικά, όπως διάβασα. Εκτός από το ό,τι η συγκεκριμένη ιστορία που αφηγείται η ταινία κρύβει από μόνη της μεγάλη δύναμη, το θέμα των εγκλημάτων του ναζισμού δεν πρόκειται και δεν πρέπει να εξαντληθεί ποτέ! Η σύγχρονη πραγματικότητα τουλάχιστον, αυτό μας διδάσκει.
ΣΤΡΑΤΟΣ ΚΕΡΣΑΝΙΔΗΣ (ΕΠΟΧΗ)